ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Οι ευρω-κλόουν προσπαθούν να πείσουν ότι η νίκη Ρούτε είναι επιδοκιμασία της σημερινής Ευρώπης

Παρά τις σειρήνες γύρω τους, οι ευρω-κλόουν συνεχίζουν να ζουν στο δικό τους κόσμο. Πιστεύουν ότι θα ξεφύγουν, ότι μπορούν να κοροϊδεύουν τους λαούς για πάντα. Είναι γελασμένοι και σε κατάσταση μόνιμης άρνησης. Δεν μπορούν να αντικρίσουν με θάρρος την πραγματικότητα. Η Ευρώπη έχει εισέλθει ήδη στο σκοτεινό μονοπάτι, χωρίς επιστροφή. Όταν θα συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, θα είναι πολύ αργά.


Οι δηλώσεις του Ευρωπαϊκού πολιτικού κατεστημένου μετά τη νίκη Ρούτε στην Ολλανδία δείχνουν ότι οι μαριονέτες των τραπεζιτών και των λόμπι έχουν χάσει εντελώς την επαφή με την πραγματικότητα και με τους Ευρωπαϊκούς λαούς. Ειδικότερα οι δηλώσεις ανακούφισης από Μέρκελ και Σουλτς προδίδουν το μεγάλο άγχος των Γερμανών μη τυχόν χάσουν την Ολλανδία, έναν από τους πιο πιστούς δορυφόρους τους στο σκληρό πυρήνα της σαδο-μονεταριστικής φυλακής της ευρωζώνης.

Όλα τα κυρίαρχα μίντια των πλουτοκρατών μαζί με τις πολιτικές τους μαριονέτες, δηλαδή το παρόν Ευρωπαϊκό πολιτικό κατεστημένο, σχεδόν πανηγύρισαν, προσπαθώντας να δώσουν την εντύπωση ότι η νίκη Ρούτε αποτελεί απόδειξη της επιδοκιμασίας της σημερινής Ευρώπης από τον Ολλανδικό λαό, αλλά και από τους Ευρωπαίους συνολικά.

Πρώτα-πρώτα, αναφέρθηκε ελάχιστα το γεγονός ότι ο Ρούτε ουσιαστικά έχασε δυνάμεις σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές (8 έδρες λιγότερες), ενώ αντίθετα, ο ηγέτης της ακροδεξιάς, Γκερτ Βίλντερς, κέρδισε 5 επιπλέον έδρες. Επίσης, ειδικά μετά τα τελικά αποτελέσματα, σχεδόν όλοι ξέχασαν ότι ο Ρούτε κατάφερε να κρατήσει την πρώτη θέση την τελευταία στιγμή, χάρη στην ωραία παράσταση που έπαιξε με τον Τούρκο πρόεδρο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να πείσει ότι είναι το ίδιο σκληρός με τον Βίλντερς και να ανακόψει έτσι τη ροή ψηφοφόρων προς το κόμμα της ακροδεξιάς.

Οι μηχανισμοί του Ευρωπαϊκού κατεστημένου προφανώς πανικοβλήθηκαν βλέποντας τον Βίλντερς να οδηγεί την κούρσα μέχρι την τελευταία στιγμή και προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη νίκη του Ρούτε ως επιδοκιμασία της σημερινής Ευρώπης από τον Ολλανδικό λαό. Τα κυρίαρχα μίντια προέβαλαν το αποτέλεσμα αποκλειστικά ως ζήτημα απόρριψης της ακραίας ρητορικής και των πολιτικών της ακροδεξιάς, ενώ στην πραγματικότητα, οι Ολλανδοί ψήφισαν δίνοντας προτεραιότητα σε άλλα ζητήματα, όπως τα εργασιακά δικαιώματα και το κράτος πρόνοιας, τα οποία συνθλίβονται κυριολεκτικά από τον νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα σε όλη την Ευρώπη. Ίσως η καλύτερη απόδειξη γι'αυτό, αποτελεί η άκρως εντυπωσιακή άνοδος των Πρασίνων-Αριστερών που ενισχύθηκαν με 10 επιπλέον έδρες σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Ωστόσο, δεν αναφέρθηκε και πολύ αυτή η σημαντική επιτυχία καθώς το επίκεντρο των εκλογών υπήρξε η μονομαχία μεταξύ Ρούτε και Βίλντερς.

Επιπλέον, το Εργατικό Κόμμα υπέστη πολύ βαριά ήττα χάνοντας 29 ολόκληρες έδρες. Υπενθυμίζεται ότι ο Γερούν Ντάισελμπλουμ, μέλος του κόμματος, υπήρξε υπουργός οικονομικών στην κυβέρνηση συνασπισμού του Ρούτε. Ο πρόεδρος του γιούρογκρουπ είναι απόλυτα αφοσιωμένος στο νεοφιλελεύθερο δόγμα και στην Ελλάδα γνωρίζουμε πολύ καλά τη στάση που κράτησε απέναντι στη χώρα - σε πλήρη σύμπλευση με τη Γερμανική σκληρή στάση - αναγκάζοντάς την να διαβεί το μονοπάτι της κόλασης που διέλυσε την Ελληνική οικονομία.

Ομοίως, η ψήφος υπέρ του Brexit αποδόθηκε αποκλειστικά στους ψηφοφόρους που προσέλκυσαν οι εθνικιστές οι οποίοι καλλιεργούν τον ρατσισμό και την ξενοφοβία. Στην πραγματικότητα, το Brexit επικράτησε λόγω μιας κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων, ακόμη και με προοδευτικές καταβολές, που ήθελαν να διαμαρτυρηθούν ενάντια σε αυτό που έχει καταντήσει η σημερινή Ευρώπη: μια διεφθαρμένη αυτοκρατορία που έχει καταληφθεί από τους τραπεζίτες και τα λόμπι, δηλαδή αυτούς που επιβάλουν τα συμφέροντά τους σε βάρος της συντριπτικής πλειοψηφίας των λαών της Ευρώπης.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης υποστήριξε πρόσφατα ότι το Brexit δεν θα είχε συμβεί αν οι Ευρωπαίοι δεν είχαν συνθλίψει την κυβέρνηση Τσίπρα το καλοκαίρι του '15. Στη διάρκεια της προ-δημοψηφικής διαδικασίας στη Βρετανία, πριν από τις 23 Ιουνίου του 2016, ο ίδιος και το κίνημά του, το DM25, συμμετείχαν ενεργά στην προεκλογική διαδικασία στη Βρετανία. Ο ίδιος έκανε 13 ομιλίες σε 13 πόλεις σε όλη τη Βρετανία εναντίον του Brexit. Όπως λέει χαρακτηριστικά: "Χιλιάδες άνθρωποι ερχόντουσαν σ'αυτές τις συγκεντρώσεις και ξέρετε τι μου λέγανε; Συμφωνούμε σε πάρα πολλά από αυτά που λες, αλλά πώς είναι δυνατόν εμείς να ψηφίσουμε υπέρ της παραμονής της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένου του πώς οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη συμπεριφέρθηκαν στην Ελλάδα;"

Παρά τις σειρήνες γύρω τους, οι ευρω-κλόουν συνεχίζουν να ζουν στο δικό τους κόσμο. Πιστεύουν ότι θα ξεφύγουν, ότι μπορούν να κοροϊδεύουν τους λαούς για πάντα. Είναι γελασμένοι και σε κατάσταση μόνιμης άρνησης. Δεν μπορούν να αντικρίσουν με θάρρος την πραγματικότητα. Η Ευρώπη έχει εισέλθει ήδη στο σκοτεινό μονοπάτι, χωρίς επιστροφή. Όταν θα συνειδητοποιήσουν τι ακριβώς συμβαίνει, θα είναι πολύ αργά.

Η Ευρώπη παραδίδεται στον φασισμό...

Οι πανηγυρισμοί για την νίκη της κεντροδεξιάς έναντι της ακροδεξιάς στις ολλανδικές εκλογές γίνονται για τα...
μάτια του κόσμου, αφού είναι προφανές πως ο κεντροδεξιός υποψήφιος υιοθέτησε μέρη της ατζέντας και της ρητορικής του ακροδεξιού υποψηφίου.
Το ίδιο συμβαίνει ενόψει των εκλογών στην Γαλλία και στην Γερμανία.
Το ίδιο συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Τα κεντροδεξιά κόμματα υιοθετούν ακροδεξιές απόψεις και πρακτικές, για να μην επιτρέψουν στα ακροδεξιά κόμματα να έρθουν στην εξουσία.
Βέβαια, τα ακροδεξιά κόμματα είναι στην εξουσία, όταν οι απόψεις τους κυριαρχούν στα κεντροδεξιά κόμματα που είναι στην κυβέρνηση.

Το πρόβλημα με τον φασισμό είναι πως μπορεί να επιβάλει τις θέσεις του, ακόμα και όταν δεν είναι στην εξουσία.

Αυτό συμβαίνει τώρα στην Ευρώπη.

Ακολουθούνται φασιστικές πρακτικές από τις κυβερνήσεις, για να μην έρθουν οι φασίστες στην εξουσία.

Είναι τόσο προφανές, που μοιάζει με σχέδιο.

Ο εκφασισμός της Ευρώπης, με μπαμπούλα τα ακροδεξιά κόμματα.

Η νίκη του φασισμού, για να μην νικήσουν οι φασίστες.

Και μετά, ορδές πολιτικών καοι δημοσιογράφων να πανηγυρίζουν επειδή ηττήθηκαν οι λαϊκιστές -έτσι τους λένε στην Ευρώπη τους φασίστες- από αυτούς που υιοθέτησαν τις θέσεις των φασιστών-λαϊκιστών, για να τους νικήσουν.

Πράγματι, η ηλιθιότητα δεν έχει όρια.

Ο φόβος πολλών Ευρωπαίων πολιτών εξαιτίας του κύματος μετανάστευσης και της οικονομικής κρίσης -που δεν είναι κρίση αλλά μόνιμη κατάσταση- έχουν στρέψει εκατομμύρια πολίτες στα ακροδεξιά κόμματα.
Είναι μια λογική αντίδραση, όσο κι αν δεν μας αρέσει.


Όταν κυριαρχεί ο φόβος, οι άνθρωποι αποζητούν πάντα ασφάλεια.
Δεν είναι δεξιό ή αριστερό να αποζητούν οι άνθρωποι ασφάλεια· είναι η ανθρώπινη φύση.
Το πρόβλημα είναι πως η Ευρωπαϊκή Αριστερά -ό,τι αποκαλούμε Αριστερά- δεν έχει πειστικές λύσεις και προτάσεις.

Οπότε, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα στρέφονται όλο και πιο δεξιά, όλο και περισσότερο στον εθνικισμό.

Αν είχε γίνει η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης και είχε σφυρηλατηθεί η κοινή ευρωπαϊκή ταυτότητα, ίσως όλη η Ευρώπη να στρεφόταν σε έναν «ευρωπαϊκό εθνικισμό».
Από την άλλη, η ενοποιημένη Ευρώπη μπορεί να ήταν μια ασπίδα κατά του εθνικισμού, αφού οι Ευρωπαίοι πολίτες αφενός θα αισθάνονταν πιο ασφαλείς σε μια Ένωση 500 εκατομμυρίων ανθρώπων και αφετέρου θα είχαν την αίσθηση πως ανήκουν σε μια Ευρώπη με ανθρώπους που έχουν διαφορετικές εθνικότητες.

Πάντως, το να επιτευχθεί τώρα η πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης με τους εθνικισμούς να σαρώνουν στις ευρωπαϊκές χώρες, είναι αδύνατον.

Το να πανηγυρίζουμε για τις νίκες στις εκλογές κεντροδεξιών κομμάτων με ακροδεξιές θέσεις είναι αστείο.

Το να βαφτίζουμε τα κεντροδεξιά κόμματα με τις ακροδεξιές θέσεις «προοδευτικά», εκτός από αστείο, είναι και εξαιρετικά επικίνδυνο.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αλλάξει επειγόντως γραμμή και να εγκαταλείψει τη λιτότητα, ενώ θα πρέπει να αντιμετωπίσει με δημιουργικό τρόπο τη μετανάστευση.
Οι Ευρωπαίοι πολίτες σπρώχνονται στον εθνικισμό και στον φασισμό.
Και αυτό θα πρέπει να το λέμε ανοιχτά.

(Η Ελλάδα μοιάζει «τυχερή» στην ευρωπαϊκή επέλαση του φασισμού, αφού μια χρεοκοπημένη και υποθηκευμένη χώρα, ένα προτεκτοράτο, δεν παρέχει, ούτως ή άλλως, καμία ασφάλεια στους κατοίκους του, που φεύγουν για να αναζητήσουν ασφάλεια σε άλλες χώρες, οπότε πόσο εθνικιστές να είναι οι σύγχρονοι Έλληνες; Το αστείο είναι ότι οι Έλληνες αναζητούν ασφάλεια σε ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες ανθίζουν οι εθνικισμοί. Οπότε, θα υποστούν και τις συνέπειες αυτών των εθνικισμών. Και αυτοί και -ακόμα περισσότερο- τα παιδιά τους. Τώρα, πιο πολύ από ποτέ, θα έπρεπε να αγωνιζόμαστε για να είναι η χώρα μας δυνατή, αντί να παρακολουθούμε σχεδόν με ηδoνή την κατάρρευσή της. Πάντως, όποιος δεν καταλάβει σε αυτή την κατάσταση την διαφορά του εθνικισμού με τον πατριωτισμό, δεν θα την καταλάβει ποτέ.)...

pitsirikos.net

Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Οι πραγματικοί λαϊκιστές..

     Πανηγυρίζουν από χθες όλες οι συστημικές και "δημοκρατικές" δυνάμεις της "Ενωμένης" Ευρώπης για τα αποτελέσματα των ολλανδικών εκλογών.
     Στην ουσία όχι γιατί έχασε ο ακροδεξιός υποψήφιος και έτσι "θα μπει ένα τέλος στην ακροδεξιά κατρακύλα" στην Ευρώπη (άλλωστε αυτοί που πανηγυρίζουν είναι
χειρότεροι φασίστες από αυτούς που κατηγορούν, και εφαρμόζουν την πιό ακραία μορφή του λαοκτόνου και κοινωνιοκτόνου νεοφολελευθερισμού),
     ..αλλά στην πραγματικότητα γιατί τάχα νικήθηκε ο "λαϊκισμός" των ακροδεξιών κομμάτων.

     Έχουν προσπαθήσει σκληρά οι νεοναζιστές της ευρωπαϊκής "ένωσης" τοκογλύφων, και το έχουν πετύχει εν μέρει, να κατηγορούν ως "λαϊκιστές" όσους δεν υποχωρούν στην ομογενοποίηση-παγκοσμιοποίηση της σκέψης, καθώς και να τους κατατάξουν αυθαίρετα στην άκρα δεξιά
     ..ποντάροντας στα αντιφασιστικά αντανακλαστικά των λαών, μετά την πικρή εμπειρία κυρίως του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

     Ο λαϊκισμός στην σωστή του απόδοση, δεν είναι παρά η περιγραφή της αλήθειας έτσι όπως την βλέπει και την βιώνει ο λαός, τονισμένη ίσως κατά τι ώστε να γίνεται πιό εύκολα αντιληπτή στις μεγάλες λαϊκές μάζες.
     Το λεξικό Cambridge ορίζει το λαϊκισμό ως "πολιτική ιδέα και δράση που στοχεύει στην αντιπροσώπευση των επιθυμιών και των αναγκών του απλού λαού".
     Επιστημονικά ο όρος είναι ουδέτερος, αφού δεν μπορεί να αξιολογηθεί εκ των προτέρων ως καλός ή κακός,
     ..πράγμα που κρίνεται μόνον απ' την εφαρμογή του.

     Ο λαϊκισμός υπήρξε ανέκαθεν προνομιακό πεδίο της αριστεράς και των κάθε λογής σοσιαλιστικών σχηματισμών.
     Το ότι σήμερα ο λαϊκισμός σε μεγάλο ποσοστό εκφράζεται από τα ακροδεξιά κόμματα, οφείλεται στην χρεοκοπία της αριστεράς και των σοσιαλιστών.
     Ποιά "αριστερά" θα νοιαστεί σήμερα για τις ανάγκες και τις επιθυμίες του λαού; Η "αριστερά" τύπου ΤΣΥΡΙΖΑ;  ¨Η όλα αυτά τα "σοσιαλιστικά" και σοσιαλδημοκρατικά μορφώματα,
     ..που όλα μαζί είναι οι καλύτεροι εφαρμογείς του νεοφιλελευθερισμού, του οιονεί δηλαδή νεοφασισμού και νεοναζισμού;
     Έτσι το πεδίο αυτό, της λαϊκής υποστήριξης (αυτό που το σύστημα ονομάζει λαϊκισμό), έμεινε ελεύθερο προς εκμετάλλευση, προεκλογική και άλλη, από τα ακραία δεξιά κόμματα ανά τον κόσμο. 

     Άλλο που δεν θέλουν άλλωστε οι πραγματικοί ναζιστοφασίστες, που βρίσκουν ευκαιρία να βρωμίσουν ακόμη περισσότερο την έννοια του λαϊκισμού,
     ..αφού προηγουμένως έχουν φροντίσει να τον ταυτίσουν με την έννοια της δημαγωγίας και της κολακείας των ελαττωμάτων των λαϊκών στρωμάτων.

     Γι αυτό πανηγυρίζουν Μέρκελ, Γιούνκερ, Σουλτς, και λοιποί ευρωπαίοι απατεώνες.
     Όσο για την υποτακτικιά τους μικρή ολλανδέζα, τον Νταϊσελκάπως, κάπως θα βρουν να τον βολέψουν.
     Δικό τους άλλωστε το ευρωπαϊκό πεπόνι, δικό τους και το λαοκτόνο μαχαίρι.
     Δικούς τους θέλουν και τους λαούς.
     Δικό τους και το χρήμα. Και την δύναμη. Και την εξουσία.

     Και όποιος το αμφισβητεί και αντιδρά ονομάζεται απ' αυτούς λαϊκιστής, ή ακροδεξιός,
     ..ή καλύτερα και τα δύο μαζί,
     ..για πιό σίγουρο αντιλαϊκό αποτέλεσμα!..


     Υ.Γ. Το λεξικό περιγράφει τον κακού τύπου λαϊκιστή πολιτευτή σαν: "αυτός που θέτει σκοπίμως
            ψευτοδιλήμματα, όπως "εχθροί ή φίλοι", "ταραξίες ή φιλήσυχοι", "αλλογενείς ή γηγενείς", με
            απώτερο σκοπό την καλλιέργεια ανασφάλειας στο λαό, και την αυτοπροβολή του ίδιου σαν
            προστάτη και σωτήρα".

            Περιγράφει δηλαδή τέλεια όλους τους προδότες-δωσίλογους "μενουμευρωπαίους"
            καθώς και τους ευρωπαίους "ενωμένους" τοκογλύφους με την ατέρμονη προπαγάνδα
            ψευτοδιλλημάτων τους: "Ευρωπαϊκή Ένωση ή χάος", "Ευρώ ή καταστροφή", "κλείσιμο
            της αξιολόγησης ή χρεοκοπία",  
            ..δείχνοντας ποιοί είναι οι πραγματικοί τρομοκράτες-δημαγωγοί,
            ..ποιοί οι πραγματικοί νεοφιλελεύθεροι-ακροδεξιοί.

     Υ.Γ. 2  Περιμένουμε με χαρά τους ανεγκέφαλους και τους αισχρούς συστημικούς προπαγανδιστές
               να κατηγορήσουν το blog ως φιλο-ακροδεξιό. Τρομάρα τους. Καθρέφτη δεν έχουν;..

 http://mandatoforos.blogspot.gr

Γεωπολιτική της Ευρώπης

Του Πιερλουίτζι Φαγκάν


Το άρθρο αυτό έχει ιστορικο-πολιτικό περιεχόμενο, και γι’ αυτό αναφέρεται στην επικαιρότητα χωρίς να ασχολείται με την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το ευρώ, αλλά αναλύοντας την Ευρώπη σαν μια υποήπειρο που της τίθεται το γεωπολιτικό πρόβλημα με πιεστικές και αποφασιστικές μορφές – πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε μια πιο ευρεία προοπτική.


Ευρώπη – Ευρώπες


1. Η Ευρώπη θεωρείται γεωγραφική οντότητα αλλά με ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι πως έστω και μόνο «γεωγραφικά», η Ευρώπη είναι ένα αόριστο σύστημα, με τρία σταθερά σύνορα και ένα ασταθές (το ανατολικό), τουλάχιστον στο πλάτωμα που εκτείνεται από το τέλος των Ουραλίων και τις τρεις λεκάνες της Μαύρης Θάλασσας, της Κασπίας και της Αράλης, που παραμένει ανοικτό στην Κεντρική Ασία.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό αφορά την εγγύτητά της με την Τουρκία, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, που την καθιστούν εξαιρετικά ευάλωτη στις διεθνείς σχέσεις και σε ό,τι απορρέει από αυτές: η Ευρώπη δεν είναι ένα απομονωμένο σύστημα. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά οδηγούν και σε ένα τρίτο, δηλαδή στην παρατήρηση πως, σε ό,τι αφορά τη Ρωσία, έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα που γεωγραφικά (αν και όχι δημογραφικά) είναι περισσότερο ασιατικό παρά ευρωπαϊκό.

Σε ό,τι αφορά τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, έχουμε να κάνουμε με ένα σύστημα που ιστορικά είναι πολύ επηρεασμένο από τις κεντροασιατικές μεταναστευτικές ροές, όσο και από αυτές που προέρχονταν από την ανατολική χερσόνησο (βυζαντινή και μετέπειτα οθωμανική αυτοκρατορία), ή από τις αποσχίσεις που προέκυψαν από την αντίθεση Ανατολής-Δύσης στον 20ό αιώνα.

Όσον αφορά τη Μεγάλη Βρετανία, αυτή προήλθε από μια ιστορία νησιωτική μα διόλου απομονωμένη. Επέδειξε όμως μεγαλύτερη ιστορικο-πολιτισμική συνάφεια με τη Βόρεια Αμερική παρά με την Ευρώπη, τουλάχιστον από το τέλος του Εκατονταετούς Πολέμου και μετά (1453).

Αν ορίσουμε έτσι το σύστημα με την ασάφεια των συνόρων (πιο σταθερά στα βορειοδυτικά, λιγότερο σταθερά στα νοτιοανατολικά), η Ευρώπη είναι ένας χώρος αρκετά περίπλοκος. Είναι προικισμένη με χερσονήσους μεγάλες (τη σκανδιναβική, την ιβηρική, την ιταλική, την ελληνική), μεσαίες (της Δανίας) και μικρές (της Βρετάνης), οι οποίες ευνοούν την ειδογένεση τοπικών χαρακτηριστικών επειδή είναι ανοικτές μόνο από μία πλευρά (αν και όχι τόσο «ανοικτές» στην περίπτωση της Ιβηρικής/Πυρηναίων και Ιταλίας/ Άλπεων).

Σε αυτό προστίθενται διάφορα μικρά και μεγαλύτερα νησιά. Μετά, έχει ποταμούς σχετικά μεγάλους, όλους σε κάθετο άξονα (τον Σηκουάνα, τον Μεύση, τον Ρήνο, τον Βέσερ, τον Έλμπα, τον Όντερ, τον Βιστούλα, τον Νέμαν και τον Ντβινά στο Βορρά, και τον Δνείστερο, τον Δνείπερο, τον Ντον, τον Βόλγα και τον Ουράλη στα νοτιοανατολικά), ή σε μια διαγώνιο με τον Ρήνο και τον Δούναβη, που τη χωρίζουν στα δύο, περίπου ακολουθώντας τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, και μια άλλη (που σχηματίζεται από τον Βιστούλα και τον Δνείστερο) που τη χωρίζει από μια Ανατολή η οποία καταγράφεται λίγο περισσότερο ως ασιατική.

Έπειτα, υπάρχουν οι ορεινοί όγκοι, τα στενά και διάφορες θάλασσες προς τις οποίες έχει μέτωπο, συμπεριλαμβανομένου του Ατλαντικού. Κλιματικά, από τις ισπανικές ερήμους που μοιάζουν με αυτές της βόρειας Αφρικής, μέχρι τους πολικούς πάγους της Νορβηγίας και της Ισλανδίας, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία. Όλα αυτά δείχνουν πως η Ευρώπη έχει μια γεωγραφία που ευνοεί τις διαφοροποιήσεις, και ένα μεγάλο αριθμό πληθυσμών με λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς διαφορές. Στη συνέχεια, η ιστορία θα μας εξηγήσει πόσο αυτές οι διαφορές είναι βαθιές και αντιτιθέμενες, με δεδομένη όμως τη χαρακτηριστική γεωγραφία που καθορίζει τα όρια της εκδήλωσής τους.

2. Αυτή η «ροπή» της Ευρώπης προς τη διαφοροποίηση γέννησε τόσο το πρώτο ιστορικό πλαίσιο εμφάνισης του Κράτους-Έθνους, όσο και τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία των κρατών-εθνών που είναι συγκεντρωμένα σε κάποια περιοχή του πλανήτη. Το Κράτος (σαν θεσμός) και το Έθνος (ο λαός) είναι δύο οντότητες που έχουμε την τάση να ταυτίζουμε στον δημόσιο διάλογο. Αλλά πρέπει να φανταστούμε ένα Κράτος αποτελούμενο από πολλά «έθνη», όπως πολύ συχνά συμβαίνει εκτός των ορίων της Ευρώπης, και όπως ήταν ο πρώτος πυρήνας πολλών ευρωπαϊκών εθνών του 9ου-10ου αιώνα, δηλαδή πολύ νωρίτερα από τη συγκρότησή τους σε «Κράτος».

Από γεωγραφική άποψη, σαν Ευρώπη εννοούμε και την πέραν των Ουραλίων Ρωσία, και αναφερόμαστε σε μια εδαφική περιοχή που είναι ίση π.χ. με την αντίστοιχη των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ευρώπης. Η διαφορά πως καθένα από αυτά είναι ενιαίο κράτος, ενώ η Ευρώπη αποτελείται από 45 συν 4 κράτη.

Μετά τη μακραίωνη μεσαιωνική περίοδο που ακολούθησε την πτώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από τον 14ο και μέχρι τον 16ο αιώνα, συγκροτήθηκαν διαδοχικά τα σε γενικές γραμμές σημερινά κράτη: Ελβετία, Γαλλία, Αγγλία (πολύ αργότερα η Μεγάλη Βρετανία – το 1707, και στη συνέχεια το Ηνωμένο Βασίλειο – το 1801), η Πορτογαλία και η Ισπανία, κράτη που όχι τυχαία βρίσκονταν στην πιο συγκεκριμένη ευρωπαϊκή γεωγραφική περιοχή, τη βορειοδυτική.

Τα ευρωπαϊκά κράτη-έθνη γεννήθηκαν όχι από εσωτερικές, αλλά από εξωτερικές ανάγκες – για την ακρίβεια εξαιτίας πολεμικών λόγων [1]. Οι Ελβετοί συγκροτήθηκαν σε κράτος για να αμυνθούν έναντι των Αψβούργων [2], οι Γάλλοι και οι Άγγλοι για να προστατευθούν οι μεν από τους δε στα τέλη του Εκατονταετούς Πολέμου, η Ισπανία για να προστατευθεί από τους μουσουλμάνους που είχαν εισβάλει από τις αρχές του 8ου αιώνα στην Ιβηρική χερσόνησο, και η Πορτογαλία για να ανεξαρτητοποιηθεί από την Ισπανία.

Οι περιπέτειες που επέκτειναν τα εθνικά κράτη πέρα από την περιοχή της δυτικής Ευρώπης ήταν περίπλοκες, και διήρκεσαν τουλάχιστον μέχρι το 1861 για την Ιταλία, και το 1870 για τη Γερμανία. Η ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα στο 1917 και το 1993, υπέστη εννέα τροποποιήσεις των συνόρων της και τέσσερις διαφορετικές αλλαγές πολιτεύματος (αυτοκρατορία, ανεξαρτησία, περιφέρειες της ΕΣΣΔ, αυτονομία).

Και η Νορβηγία (1905) και η Φινλανδία (1917) είναι νέα κράτη. Η διάλυση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας, το διαζύγιο μεταξύ Τσέχων και Σλοβάκων, και ο φόβος της διεκδίκησης νέων εθνικών δικαιωμάτων (από Φλαμανδούς – Βαλόνους, Σκωτσέζους, Καταλανούς) καταδεικνύουν πόσο αβέβαιη παραμένει η ευρωπαϊκή πολιτική γεωγραφία. Αν όμως στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ολοκληρώνεται σε μεγάλο βαθμό η διαδικασία συγκρότησης των ευρωπαϊκών κρατών-εθνών, ο πληθυσμός της Γης ήταν 1,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, σήμερα είμαστε 7,5 δισεκατομμύρια και σε τριάντα χρόνια θα γίνουμε 10 δισεκατομμύρια.

Αλλάζει ριζικά λοιπόν το περιβάλλον στο οποίο εξακολουθεί να ξετυλίγεται το ιστορικό ευρωπαϊκό κουβάρι.

3. Η Ευρώπη, παρόμοια με τις ιστορικο-πολιτικές εξελίξεις, χαρακτηρίζεται επίσης και από μια μεγάλη πολιτισμική ποικιλομορφία. Χρησιμοποιούνται σε αυτήν τέσσερα αλφάβητα, όπως τέσσερις είναι και οι γλωσσικές ομάδες (λατινογενείς, γερμανικές, σλαβικές και βαλτικές), ενώ οι κύριες 10 γλώσσες (μία εκ των οποίων η τουρκική) αντιστοιχούν μόνο στα 2/3 των ομιλουμένων γλωσσών – για να μην αναφερθούμε στις διαλέκτους που συχνά δεν είναι κατανοητές ούτε από τους ομοεθνείς τους.

Τέσσερις είναι και οι βασικές θρησκείες (καθολικοί, ορθόδοξοι, προτεστάντες, μουσουλμάνοι), αλλά πολύ περισσότερες οι εθνικές εκκλησίες (π.χ. η αγγλικανική, η ιρλανδική, η ελληνική, η ρωμαϊκή κ.λπ.). Εντελώς διαφορετικοί τρόποι ζωής στον Βορρά, στον Νότο, στη Δύση και στην Ανατολή, όπως και στην επίσημη και τη λαϊκή κουλτούρα, στη μυθολογία, στις παραδόσεις, στους ιδρυτικούς μύθους. Φυσικά αυτός ο τονισμός των ιδιαιτεροτήτων έχει νόημα μόνο αν παραμείνουμε μέσα στο ευρωπαϊκό σύστημα ενώ, αν το δούμε πιο σφαιρικά, παρουσιάζει μεγαλύτερη εσωτερική ομοιογένεια σε σχέση με τον αραβικό, τον ασιατικό ή τον αφρικανικό κόσμο.


Την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου που οδήγησε στην αμερικανική ενοποίηση, και με δεδομένο πως οι Αμερικανοί μπορούσαν ήδη να χαρακτηριστούν σαν «έθνος» (εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά), ήσαν 32 εκατομμύρια – και χρειάστηκαν 600.000 νεκρούς για να ξεπεράσουν τον κατακερματισμό τους.

Σήμερα η Ευρώπη της Ε.Ε. έχει 500 εκατομμύρια κατοίκους και η ζώνη του ευρώ 330 εκατομμύρια. Η έκφραση «Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» όμως πρέπει να θεωρείται σαν γενική παρομοίωση, και τίποτα από το ανθρώπινο, κοινωνικό και πολιτισμικό δυναμικό που θα ’πρεπε ενδεχομένως να ενοποιηθεί στην Ευρώπη δεν μοιάζει με την αμερικανική εμπειρία – ούτε σε ποσότητα, ούτε σε ποιότητα, ούτε όσον αφορά το ιστορικό ή γεωγραφικό περιβάλλον.

4. Ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία, ήδη από τη διαμάχη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τις μεταναστευτικές ροές εξ ανατολών, μέχρι το τρίγωνο Μεροβίγγειοι – Λογκοβάρδοι –Παπικό κράτος, από τον Καρλομάγνο μέχρι τον Εκατονταετή Πόλεμο, από τον Κάρολο τον 5ο ως τους θρησκευτικούς πολέμους, από την αυστροουγγρική αυτοκρατορία ως τους πολέμους για την ηγεμονία των αγορών μεταξύ Αγγλίας και Ενωμένης Προβηγκίας, από τον Ναπολέοντα στον Βίσμαρκ, μέχρι τους δύο παγκόσμιους πολέμους, συμπεριλαμβάνοντας λοιπόν και τον Χίτλερ, όλα είχαν ένα «κοινό συγκρουσιακό χαρακτηριστικό»: τους γεωπολιτικούς πολέμους, όσο κι αν αυτοί επικαλύπτονταν με μπαρόκ δήθεν ιδεολογικές αιτιολογήσεις [3].

Είναι αυτονόητο πως, σε ένα δοσμένο και περιορισμένο φυσικό χώρο με πολλές ξεχωριστές κρατικές οντότητες, φορτισμένες με μακραίωνες ιστορικο-πολιτισμικές διαφορές, η δημογραφική αύξηση ή η υιοθεσία ορισμένων τρόπων ζωής (διαφορετική οικονομική δομή, ισχυρή επίδραση της θρησκευτικής πίστης) τροφοδοτούν δυναμικές φιλίας/εχθρότητας που δημιουργούν εντάσεις στα κοινά τους σύνορα.


Η περίοδος σχετικής ειρήνης (1815-1914), που ονομάστηκε Pax Britannica, στην πραγματικότητα στηρίχτηκε σε έναν μηχανισμό με τον οποίο οι εντάσεις και οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί της υποηπείρου διοχετεύτηκαν στο εξωτερικό, την εποχή της μεγάλης αποικιοκρατίας, που είχε εξάλλου ξεκινήσει από τον 16ο αιώνα. Πρέπει να προσθέσουμε λοιπόν πως, την επομένη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το σύστημα-Ευρώπη αρχίζει να χάνει την παγκόσμια ηγεμονία του, καθώς οι εσωτερικές αντιθέσεις που οδήγησαν στους δύο καταστροφικούς πολέμους δεν είναι πλέον διαχειρίσιμες με τη μεταφορά τους στο εξωτερικό, και (παρατηρώντας τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και τις νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στον κόσμο μετά από αυτούς) δεν είναι διαχειρίσιμες ούτε στο εσωτερικό της.

Παρ’ όλα αυτά, ο προαναφερθείς κατακερματισμός σε σαράντα πέντε συν τέσσερα κράτη-έθνη, είναι μάλλον ο μεγαλύτερος που έχει παρατηρηθεί από την εποχή του Μεσαίωνα. Η Ευρώπη έχει το 25% των κρατών του κόσμου, αν και καλύπτει μόλις το 7% των εδαφών του πλανήτη και συγκεντρώνει μόνο το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού (των Ρώσων συμπεριλαμβανομένων).

Αν λοιπόν η Ευρώπη, κατακερματισμένη και ανοιχτή, είναι ένας γενικά ενιαίος γεωγραφικός προσδιορισμός, έχει και μια ιστορική πλευρά που είναι αποφασιστικά πληθυντική. Αυτή η πλευρά, αν και πιέζει διαρκώς προς συγκρούσεις, ήταν πάντα κινητήρια δύναμη ποικιλομορφίας και πλούτου, γιατί αν συνδεθούν μεταξύ τους πολλές διαφορετικές καταστάσεις δημιουργούν ένα «ολοκληρωμένο σύστημα».

Ας ενώσουμε τους Ευρωπαίους!


5. Η κατάσταση ενδημικών συγκρούσεων, που χαρακτηρίζει ολόκληρη την ιστορία της Ευρώπης, οδήγησε επανειλημμένα ορισμένους διανοούμενους να βρουν έναν μηχανισμό που να αναχαιτίζει αυτήν τη ροπή. Ακολούθησαν δύο κύριους δρόμους. Ο ένας, αυτός του Καντ, θεωρούσε λύση μια στρατιωτική συμμαχία η οποία –συνενώνοντας τα βασικά πολεμικά εργαλεία, δηλαδή τους στρατούς– θα εμποδίσει ουσιαστικά τον εξαναγκασμό στον πόλεμο [4].

Ο άλλος, υπό την επιρροή της παράδοσης του Διαφωτισμού, που κατέληξε στη Διακήρυξη του Βεντοτένε [ΣτΜ: Τη συνέταξαν το 1941 οι Σπινέλι, Ρόσι και Κολόρνι, που ζητούσαν την ενοποίηση της Ευρώπης ενώ μαινόταν ο πόλεμος. Στη συνέχεια θα θεωρηθεί πως η Διακήρυξη ενέπνευσε την ιστορία της ΕΟΚ και της ΕΕ]. Ο δρόμος αυτός έκρινε απαραίτητη την υπέρβαση του κατακερματισμού σε εθνικά κράτη που είχαν δημιουργηθεί από την γεω-ιστορία, προτείνοντας στα αντιτιθέμενα τοπικά συμφέροντα να συντεθούν σε ένα νέο υπερ-Κράτος στη βάση ενός ανώτερου γενικού συμφέροντος. Πρέπει να τονίσουμε εδώ πως οι όχι τόσο πολλές συμφωνίες που αντιμετώπισαν αυτό το πρόβλημα, δεν προχώρησαν ποτέ πιο πέρα από μια προσέγγιση που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε σαν εγχειρίδιο χρήσης, και σαν αχαλιναγώγητη διαδρομή μιας ουτοπικής φαντασίας.

Σε αυτές τις σπάνιες και σποραδικές συνθήκες, δεν υπάρχει ένα Κεφάλαιο ή ένας Πλούτος των εθνών – με την έννοια πως κανείς δεν φαίνεται να διακινδυνεύει να αντιμετωπίσει, έστω και με τη σκέψη, τα πολλά και πολύπλοκα προβλήματα που συνδέονται με την ιδέα της ενότητας του συστήματος των Ευρωπαίων σε ένα υψηλότερο επίπεδο, ή της συνεργασίας τους με ανώτερους στόχους. Ένα ζήτημα είναι να αναφέρεσαι σε μια γενική ιδέα, και ένα άλλο ζήτημα είναι να ασχολείσαι με τις λεπτομέρειες του εφικτού αυτής της ιδέας, με στόχους, χρόνους και συνθήκες συγκεκριμένες.

Τέλος, από τον Κάντ μέχρι τον Σπινέλι, η κίνηση της σκέψης προέκυψε περισσότερο από το πρόβλημα του πολέμου και, σε κάθε περίπτωση, πάντα με αφορμή εσωτερικά προβλήματα της Ευρώπης: τον κατακερματισμό και τη συγκρουσιακότητά της, αυτή τη σκοτεινή της ιδιαιτερότητα. Το Κράτος-Έθνος σημαδεύεται έντονα κατά την πράξη γέννησής του από ζητήματα εξωτερικών ανταγωνισμών. Ενώ οι εσωτερικές πιέσεις ενός συστήματος αποτελούν θέμα εκτιμήσεων, μπορούν να υιοθετούν πολλές επιλογές και είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν σε βάθος χρόνου και με καλή θέληση, οι εξωτερικές πιέσεις, δηλαδή αυτές που τίθενται από άλλους και των οποίων η διαχείριση δεν εξαρτάται ολοκληρωτικά από εμάς, απαιτούν μια άμεση αποφασιστική αντιμετώπιση.

Είναι αυτή η εξωτερική κινητήρια δύναμη που επιτρέπει, πάνω σε μια κορύφωση/έκρηξη, το ξεπέρασμα των πολλών δυσκολιών και αντιφάσεων που παρουσιάζονται στο δομικό μετασχηματισμό.

6. Τον προηγούμενο αιώνα, μετά τον πόλεμο, υπήρχε η αντίληψη πως το ευρωπαϊκό πρόβλημα είχε δημιουργηθεί από την οικονομική σύγκρουση. Στην πραγματικότητα έγινε η ανάγκη φιλοτιμία, από την άποψη ότι τα ευρωπαϊκά έθνη, που κατασπαράχθηκαν λόγω της σύγκρουσης, έπρεπε να ανασυγκροτηθούν. Και θεωρήθηκε αναγκαίο αυτό να εγκλωβιστεί σε συμφωνίες και συνθήκες που να διευθετούν τον ανταγωνισμό με τρόπο που να μην οδηγήσει ξανά σε έναν πόλεμο όλων εναντίον όλων.

Ανάμεσα στα άλλα, ήταν μια από τις ιδιότητες του συστήματος «αγορά» να τείνει στην υπέρβαση των στενών εθνικών ορίων, κι έτσι αυτό θεωρήθηκε σαν πλεονέκτημα, σαν τρόπος υπέρβασης της ανάγκης αποφυγής μιας νέας σύγκρουσης. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε πως η κατάσταση αυτή, για πρώτη φορά, εντάσσεται σε ένα σενάριο όχι πια ευρωκεντρικό. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η «Ευρώπη» υφίσταται μια διπλή διαδικασία ελέγχου και αμφισβήτησης.

Αφού εξαλείφθηκε το αναδυόμενο φαινόμενο του ναζι-φασισμού, δύο παίκτες εν μέρει εξωτερικοί στην ευρωπαϊκή κοινότητα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η Σοβιετική Ένωση, δεν είχαν μόνο μεγάλο όφελος αλλά και μεγάλη ικανότητα να επιβάλλουν τα (αποκλίνοντα) συμφέροντά τους στην ελεύθερη διαμόρφωση των εσωτερικών δυναμικών της υποηπείρου. Ακόμα περισσότερο αφού, όπως προείπαμε, οι Ευρωπαίοι έχαναν σταδιακά την εξωτερική τους επιρροή και περιορίζονταν στα συγκεκριμένα γεωγραφικά τους όρια.

Οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ όχι μόνο περιόριζαν και έλεγχαν τα τεκταινόμενα σε αυτή που ήταν για αυτούς η ευρωπαϊκή σκακιέρα, δηλαδή το πεδίο διεξαγωγής ενός παιχνιδιού μεταξύ τους, αλλά, ξεκινώντας από αυτό, επανασχεδίαζαν το παγκόσμιο παιχνίδι, μοιράζοντας τις ευρύτερες περιοχές του κόσμου στην παγκόσμια σκακιέρα. Με τρόπο πολύ πιο ήπιο από ό,τι συνέβαινε παλιά στις αποικιοκρατούμενες από τους Ευρωπαίους χώρες, οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι βρέθηκαν για πρώτη φορά σαν παιχνίδι στα χέρια άλλων, που είχαν συμφέρον να ελέγξουν την κυριαρχία τους.

Τα ξεχωριστά ευρωπαϊκά έθνη χρειάστηκε έτσι να συνταχθούν με τους μεν ή τους δε, και η διάσπαση επαναλήφθηκε στο εσωτερικό τους, εκμεταλλευόμενη την αντικειμενική διαίρεση ανάμεσα στις τάξεις αφού το παιχνίδι είχε δύο πόλους, με δύο αντίθετες ιδεολογικές θέσεις που στηρίζονταν σε δύο αντίθετους τρόπους κατανόησης της συλλογικής ζωής.

7. Στα τελευταία πενήντα χρόνια της Ευρώπης εκφράζονται δύο σημαντικές δυναμικές. Οι Ευρωπαίοι, υπό την επίβλεψη των ενδιαφερομένων Αμερικανών (συνεπικουρούμενων από τους πάντα δύσπιστους Βρετανούς, που ήδη από τον 15ο αιώνα είχαν αποφασίσει να συσπειρωθούν ενάντια στην κατ’ αυτούς απειλητική ήπειρο), αναπτύσσουν μια κοινή αγορά που συνοδεύεται από δύο διαφορετικές εκδοχές του «νομισματικού ερπετού» [5], στη συνέχεια μια σειρά από κοινούς αν και ασθενείς θεσμούς, και έπειτα ένα νόμισμα που δέσμευε αρχικά 17 (και μετά 19) εξ αυτών όχι να κάνουν, αλλά να μην κάνουν τίποτε.

Το νόμισμα, βασικό στοιχείο μιας εθνικής οικονομικής πολιτικής και στοιχείο ιστορικά αποφασιστικό για την κυριαρχία, πάγωνε σε μια συνθήκη που εξουσιοδοτούσε ένα θεωρούμενο τεχνικό θεσμό (την κεντρική τράπεζα) να το διαχειριστεί στη βάση παραμέτρων που είχαν επιβληθεί κυρίως από το έθνος που θεωρούσε τον εαυτό του απαραίτητο για να χαλιναγωγήσει τον εξαναγκασμό στον πανευρωπαϊκό ανταγωνισμό: τη Γερμανία.


Η συμφωνία ήταν να εξαναγκαστεί η Γερμανία να κάνει κάτι μαζί με τους άλλους, έτσι ώστε να μην την ξαναδούμε αντίπαλο σε μια από τις πάμπολλες ευρωπαϊκές εντάσεις, προσφέροντάς της την εξαίρεση από την ανταγωνιστική υποτίμηση (που θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια ευρύτερη σύγκρουση). Κάτι που πληρώθηκε στη συνέχεια όταν έγιναν δεκτοί οι γερμανικοί όροι σχετικά με την αντίληψη του ρόλου και της διαχείρισης του κοινού νομίσματος. Επιπλέον, είχε ήδη γίνει αποδεκτή και η γερμανική επανενοποίηση, που δημιουργούσε το κατά πολύ μεγαλύτερο κράτος (σήμερα με πληθυσμό 83 εκατομμυρίων) σε ένα περιβάλλον μικρομεσαίων κρατών.

Οι ιδεολογικές απόψεις της Γερμανίας για την οικονομία και το νόμισμα έγιναν ευρέως αποδεκτές από τις χρηματιστικές ευρωπαϊκές ελίτ και από ένα μεγάλο μέρος των οικονομικών ελίτ όλων των άλλων Κρατών-Εθνών. Όλα αυτά συνέβησαν σε μια οικονομική συγκυρία που ήταν ή που θεωρούνταν θετική, και υπό το καλοπροαίρετο βλέμμα της αμερικανικής επίβλεψης.

Δεύτερη δυναμική ήταν η αργή ενδογενής συντριβή του αντίπαλου δέους της Αμερικής, δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης. Η ακολουθία Τείχος του Βερολίνου (1989), γερμανική ενοποίηση (1990), τέλος της ΕΣΣΔ (1991), Συμφωνία του Μάαστριχτ (1992), ευρώ (1999-2002) απελευθέρωνε τον ευρωπαϊκό χώρο από τις εντάσεις του Ψυχρού Πολέμου, ωθούσε τη Δυτική Ευρώπη στην ένωση με την Ανατολική (μια πρωτότυπη «επαν-ένωση», από την άποψη ότι ιστορικά δεν υπήρχε κοινή ιστορική πορεία ανάμεσα σε αυτά τα δύο μέρη).

Επικύρωνε, δηλαδή, την κεντρικότητα της Γερμανίας σαν μοχλό του συστήματος, καθόριζε σαν «σύστημα» το σύνολο των κοινών καθαρά οικονομικών συμφερόντων, αν και διατηρούσε το διαχωρισμό σε έθνη-κράτη, και έθετε το ανασυγκροτημένο αυτό σύστημα κάτω από τη συγκεκριμένη ηγεμονία και τον έμμεσο έλεγχο της Αμερικής, εξαφανίζοντας έτσι τη στρατιωτική κυριαρχία των Ευρωπαίων (με εξαίρεση τη Γαλλία).

Το κατ’ αυτόν τον τρόπο δομημένο ευρωπαϊκό σύστημα ήταν η πραγμάτωση του ονείρου ενός από τα δύο μέρη της ιστορικής καπιταλιστικής αντίθεσης, του Κράτους-αγοράς. Η «αγορά» υπερίσχυε του Κράτους και το χρησιμοποιούσε τόσο για να διαχειριστεί τις συγκεκριμένες εθνικές αντιθέσεις (εθνικές κυβερνήσεις), όσο και για να διαχειριστεί τις αντιθέσεις του ίδιου του ευρωπαϊκού συστήματος (ευρωπαϊκή κυβέρνηση ή –στην ουσία– τη συνάντηση των αρχηγών των κρατών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο).

Ανάμεσα σε αυτές τις δύο επιμέρους και ελεγχόμενες πολιτικές εξουσίες, ένα πλήθος επιμέρους τυπικών και άτυπων θεσμών, μια ογκώδης γραφειοκρατία, ένα πολύπλοκο δίκτυο κανόνων, νόμων και ελεύθερο παιχνίδι συμφερόντων με σκοπό την καλή λειτουργία των θεσμών της αγοράς, καταργώντας την ευέλικτη διαχείριση του νομίσματος από αυτό το παιχνίδι.

Έχοντας κληρονομήσει μια ισχυρή παράδοση συγκρουσιακού πλουραλισμού, δεν σκέφτηκαν να δικαιώσουν τον παλιό Καντ, που συμβούλευε να συνενωθούν οι στρατοί ώστε να εξαλειφθεί ένα εργαλείο πολέμου. Αντ’ αυτού, αποφάσισαν να συνενώσουν τις αγορές και, όπως ήθελαν ορισμένοι, και το νόμισμα. Η αγορά θα καταργούσε την ισχυρή αντίσταση του κράτους (και του έθνους), ως εάν ένας θεσμός, του οποίου η λειτουργική υπερεκτίμηση (τόσο από τους φιλελεύθερους όσο και από τους μαρξιστές) υπάρχει ακόμη, θα μπορούσε με μαγικό τρόπο να βάλει σε τάξη παράγοντες που ήσαν ενεργοί για πάνω από δύο χιλιετίες.

Εξάλλου και η μεσαιωνική παπική εξουσία, που είχε πειστεί πως ο οικουμενικός θεσμός της χριστιανικότητας θα μπορούσε να συνενώσει την υποήπειρο, κατέληξε να ασχολείται με τα πνευματικά ζητήματα καθώς αυτά της συγκυρίας αντιστοιχούν σε σκληρές πραγματικότητες κι όχι στη σφαίρα των ιδεολογιών. Κάθε εποχή θαμπώνεται από τη λάμψη των ηγεμόνων της, αρχικά των στρατιωτικών (Ρωμαίοι), στη συνέχεια των θρησκευτικών (Μεσαίωνας) και τέλος των οικονομικών (πρόσφατη νεωτερικότητα).

Οι επιπτώσεις του κόσμου στην Ευρώπη


8. Στο σημείο αυτό, προβάλλει ξανά το εξωτερικό σκέλος του συστήματος. Οικονομικά, το σύστημα-κόσμος φτάνει το 2008-2009 σε μια κατάρρευση που οφείλεται σε εκείνο που στη γεωπολιτική των αυτοκρατοριών αποκαλείται over-stretching. Δηλαδή ούτε λίγο ούτε πολύ στην παράλογη επέκταση των λειτουργιών, παρόμοια με την υπερβολική αναπαραγωγή κυττάρων την οποία ονομάζουμε «καρκίνο».

Κάθε υποσύστημα έχει το δικό του ρόλο, τα όρια του οποίου καθορίζονται από τη λειτουργία και τον ρόλο των άλλων υποσυστημάτων. Όταν ξεπερνά αυτά τα λειτουργικά όρια, ύστερα από μια σύντομη ισχυρή ευφορία, έχει να αντιμετωπίσει την κατάρρευση λόγω υπερβολικής λειτουργικής επέκτασης. Οικονομικά, η παγκοσμιοποίηση φτάνει στο λειτουργικό της ζενίθ το 2008, σταματώντας από τότε, οπότε και σταμάτησε η ανάπτυξη των διεθνών ανταλλαγών.


Ισχυρές αρνητικές επιπτώσεις, όπως η τοξική εξάρτηση από το χρέος, η αταξία λόγω μετανάστευσης, η εξουδετέρωση της ανάπτυξης που έχει αντικατασταθεί από ύφεση και στασιμότητα, δείχνουν ότι το μετα-σύστημα έχει ολοκληρώσει την κανονιστική του λειτουργία και μετατρέπεται σε παράγοντα αταξίας. Οι δυτικές κοινωνίες καταγγέλλουν τις αρνητικές αναδράσεις του μετα-συστήματος, που ξεπερνούν πλέον τις λειτουργικές του δυνατότητες: άνοιγμα της ψαλίδας στα εισοδήματα και στην κοινωνία, συρρίκνωση της σταθεροποιητικής τάξης (της μεσαίας, σε όλες της τις αποχρώσεις), μπλοκάρισμα της κοινωνικής κινητικότητας, μόνιμη κατάσταση ανασφάλειας με αρνητικές προοπτικές (εξ ου και οι μειωμένες δαπάνες ακόμη και αυτών που έχουν κάποια δυνατότητα), αύξηση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους που έχουν επισυναφθεί σε αναμονή μιας ανάκαμψης – η οποία ανάκαμψη πλέον υπόκειται στην αρχή της σπανιότητας, αν όχι της πλήρους εξαφάνισης.


Μια προσδοκία «μεγάλης σύγκλισης» προωθεί τις θέσεις των χωρών δεύτερης ή τρίτης κατηγορίας, ενώ όσες πριν ανήκαν στην πρώτη κατηγορία ζουν σε στασιμότητα. Όλα αυτά αντανακλώνται στο πολιτικό επίπεδο της Δύσης με μια προοδευτική απονομιμοποίηση των ελίτ (σε διάφορα επίπεδα). Στο κοινωνικό πεδίο αρχίζει να γίνεται ανυπόφορη η ανασφάλεια, στο πολιτισμικό πεδίο ποτέ η δυτική κοινωνία δεν ήταν τόσο αποχυμωμένη και άγονη, στο δημογραφικό πεδίο Ευρωπαίοι και Ιάπωνες πρακτικά έχουν γίνει «στείροι».

Στο κοινωνικό-πολιτισμικό πεδίο, έχουν ενδιαφέρον αυτά που αναφέρει για πρώτη φορά το Κέντρο Ερευνών της Credit Suisse, που λέει ότι ένα από τα πιο ανησυχητικά συστημικά ρίσκα στον ορίζοντα είναι αυτό που χαρακτηρίζεται σαν μια πρωτόγνωρη «κόπωση του καταναλωτισμού» [6].

9. Ενώ οι Ευρωπαίοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν πως οι καιροί αλλάζουν βαθιά και γρήγορα, την περασμένη χρονιά οι Βρετανοί αποδεσμεύτηκαν από την Ε.Ε. προκειμένου να ανακτήσουν την πλήρη εθνική τους κυριαρχία, ο Τραμπ με παρόμοιο σχεδιασμό νίκησε την Κλίντον, τη σημαιοφόρο αυτού που είναι σήμερα αναπόδραστα σε κρίση (της χρηματιστικοποιημένης και στρατιωτικοποιημένης παγκοσμιοποίησης), ο Πούτιν προχωρά σε μια σειρά από αριστουργηματικές τακτικές κινήσεις για να αντιμετωπίσει, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, την αμερικανική πίεση, κατορθώνοντας μάλιστα να αυξήσει τη σφαίρα επιρροής του,

Ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ συγκεντροποιεί τις εξουσίες και αναπτύσσει με την BRI [7] το πιο ισχυρό στρατηγικό σχέδιο εναλλακτικού κόσμου στον αμερικανικό, ο Ινδός πρόεδρος Μόντι επιχειρεί να κυβερνήσει και να προσανατολίσει την ανάπτυξη της Ινδίας και προαναγγέλλει ένα ΑΕΠ μεγαλύτερο από αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου.

Στο σημείο αυτό, και επίσης λόγω άλλων πιέσεων που δεν αναφέρθηκαν προηγουμένως (αυτές λόγω της μετανάστευσης π.χ.), οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν πως ο τρόπος ύπαρξής τους στον κόσμο δεν είναι κατάλληλος πλέον για τη σημερινή πραγματικότητα. Τα αρνητικά είναι πολύ περισσότερα από τα θετικά, και η κατάσταση αυτή δεν είναι καθόλου προσωρινή, όπως παράλογα είχαν πείσει τον εαυτό τους μετά την κρίση του 2008, αναμασώντας το δόγμα της «θεόσταλτης βοήθειας» και προσμένοντας το «φως στην άκρη του τούνελ».


Το μεγαλύτερο δράμα είναι πως το καινούριο παιχνίδι των παιχνιδιών στον κόσμο καθορίζεται από τη γεωπολιτική, αλλά η Ευρώπη δεν αποτελεί ένα γεωπολιτικό υποκείμενο.

Η άτακτη απόπειρα να αποκτήσει μια γεωπολιτική υπόσταση χάνεται σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις: 1) ενισχύοντας την πολιτική και στρατιωτική της ενότητα, και 2) ανακτώντας την εθνική-κρατική της οντότητα. Όμως θα ήταν υπερβολικά θετικό να ερμηνεύσουμε τις δύο αυτές στάσεις σαν διαυγείς απαντήσεις σε μια ερώτηση που προέρχεται από το εξωτερικό. Πράγματι, οι δύο θέσεις μοιάζουν πιο πολύ σαν αντίδραση σε εσωτερικές δυναμικές.

Η πρώτη επιχειρεί να προστατέψει τη δράση της στην αγορά και στο κοινό νόμισμα, η δεύτερη να θωρακιστεί από τις κοινωνικές επιπτώσεις αυτής της δομής. Στην ουσία, καμία από τις δύο δεν φαίνεται να κατανοεί ορθολογικά την «ιστορική» ανεπάρκεια της οντότητας Ευρώπη.

Aκόμη και οι πιο ακραιφνείς υπέρμαχοι της Ε.Ε. (αν και όλο και λιγοστεύουν) δεν πιστεύουν πραγματικά πως μπορούν αν συνενωθούν σε ένα υπερ-κράτος (με 27 ή 19 κράτη-μέλη), με όλες τις δυνατότητες στη διάθεσή τους. Από την άλλη, οι οπαδοί της εθνικής κυριαρχίας δεν βλέπουν παρά τους πιο κοντινούς εχθρούς (τους οπαδούς της Ε.Ε.), και όχι όσους διαγράφονται στον ορίζοντα: τα μεγάλα και ισχυρά εξωευρωπαΪκά κράτη.

Τους διαφεύγει πως το ευρωπαϊκό Κράτος-Έθνος είναι ένα θυγατρικό σύστημα της γεω-ιστορίας που γεννήθηκε τον 15-19ο αιώνα, όταν ο κόσμος είχε 500-1.300 εκατομμύρια κατοίκους, όταν η Ευρώπη ήταν ένα ημιαπομονωμένο σύστημα και υπήρχε η πολυτέλεια να στρέφονται οι μεν ενάντια στους δε, όταν δεν υπήρχε η οικονομικο-κοινωνικο-τεχνική ανάπτυξη που ονομάζουμε καπιταλισμό (ή ήταν στο ξεκίνημά του), όταν τα περιβαλλοντικά όρια δεν διαφαίνονταν ακόμη, όταν οι Ευρωπαίοι αποτελούσαν μεγάλο τμήμα του κόσμου και ήταν σταδιακά ανώτεροι σε πολλές αποφασιστικές επιδόσεις, μεταξύ των οποίων στις στρατιωτικές.

Aκόμη και οι λαμπροί αρχαίοι Έλληνες δεν αντιλήφθηκαν το ποιοτικό άλμα των συνθηκών που επικρατούσαν στον κόσμο τους, και εξακολουθούσαν να αντιπαραθέτουν τους εγωισμούς των κρατών-πόλεών τους τη στιγμή που είχε ξεκινήσει η εποχή των αυτοκρατοριών. Πράγματι, με τον τρόπο αυτό τελείωσε ένας πολιτισμός: εξαιτίας της αδυναμίας του να προσαρμοστεί στην τότε παγκόσμια πραγματικότητα, όταν οι φορείς του, παρασυρμένοι από τις εσωτερικές δυναμικές, δεν κατόρθωσαν να αντιληφθούν τα εξωτερικά τεκταινόμενα.

10. Δημογραφικά, γεωγραφικά, περιβαλλοντολογικά, ιστορικά, οικονομικά και πολιτισμικά προβλήματα φαίνεται να συγκλίνουν στο επιτραπέζιο παιχνίδι του κόσμου στο οποίο παρακάθονται 200 κράτη, το καθένα από τα οποία αναζητά τις καλύτερες για αυτό δυνατότητες.

Οι πιο σημαντικές δυναμικές θα καθοριστούν από τη μεγα-πανίδα, εννοώντας με τον όρο αυτό τα κράτη με τη μεγαλύτερη οικονομική, χρηματοπιστωτική, στρατιωτική, πολιτισμική, άρα πολιτική δύναμη.


Με την Κίνα, την Ινδία, τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, την Ιαπωνία, τη Ρωσία, μιλάμε για χώρες που υπερβαίνουν τα 100 εκατομμύρια κατοίκων [8]. Η Γερμανία, που ανήκει στην ομάδα αυτή, έχει μόνο 83 εκατομμύρια κατοίκους. Αλλά στη Γερμανία συνυπολογίζεται επίσης ένα πυκνό δίκτυο εταίρων που λίγο-πολύ έχουν κοινά με αυτήν σύνορα (τη Δανία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Πολωνία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας, την Αυστρία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο) [9], καθιστώντας τη ένα σύστημα πολύ ευρύτερο από την ίδια. Και φαίνεται πως η ενίσχυση αυτού του δικτύου ερμηνεύει την αινιγματική πρόσφατη ρήση της Μέρκελ για «μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων».

Σε κάθε περίπτωση όμως, η Γερμανία απέχει πολύ από το να είναι μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, πράγμα που, μιλώντας με γεωπολιτικούς όρους, δεν είναι καθόλου αμελητέο. Εξάλλου πρέπει να βλέπουμε τη δυναμική της περιοχής, γιατί η κατάταξη των χωρών σε ονομαστικό ΑΕΠ έχει ήδη υποστεί τα τελευταία χρόνια σημαντικές μεταβολές των παλιών ιεραρχιών. Στις 8 δυναμικότερες χώρες του έτους 2050 θα περιλαμβάνεται η Ινδονησία των 250 σημερινών εκατομμυρίων κατοίκων, και καμία ευρωπαϊκή χώρα. Ακόμα, θα πρέπει να υπολογιστεί η δυναμική κάθε περιοχής, γιατί η ένταξη σε αναπτυσσόμενα συστήματα (όπως θα είναι η Ασία και η Αφρική) θα είναι πολύ προτιμότερη από το να ανήκεις σε συστήματα στατικά ή υπό συρρίκνωση (όπως φαίνεται να είναι η Ευρώπη και γενικότερα η Δύση).

Ο κατάλογος των διευθετήσεων που οι δυνάμεις αυτές θα πρέπει να διαπραγματευτούν τυπικά ή άτυπα, συνεργαζόμενες ή ανταγωνιζόμενες, συνομιλώντας ή εκτοξεύοντας απειλές η μία στην άλλη, περιλαμβάνει από τις περιβαλλοντικές διατάξεις μέχρι τις σφαίρες γεωπολιτικής και γεωοικονομικής επιρροής, από την τραπεζο-χρηματιστική αρχιτεκτονική (που η δομή της: δολάριο/ΔΝΤ/Παγκόσμια Τράπεζα/Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, προφανώς θα επαναπροσδιοριστεί, με δεδομένο πως σήμερα έχουν περάσει πάνω από 70 χρόνια από το Μπρέτον Γουντς) μέχρι τις νέες εμπορικές και στρατιωτικές συμμαχίες σε νέες γεωπολιτικές μεταβλητές.

Οι Ευρωπαίοι ήδη από καιρό μετρούν λίγο ή καθόλου, και βασικά σαν «foederati» [ΣτΜ: όρος που σήμαινε τους εξαρτώμενους συμμάχους της αρχαίας Ρώμης] της άτυπης αμερικανικής αυτοκρατορίας. Τώρα όμως όχι μόνο οι ίδιοι οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί έχουν εξαγγείλει τη νέα πολιτική των «ελεύθερων χεριών», αλλά επιπλέον αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα αρχίσουν να βλέπουν την Ευρώπη σαν λεία για μοιρασιά, προκειμένου να οικοδομήσουν μια πιο τυπική προστατευόμενη περιφέρεια.

Συμπέρασμα


Είμαστε σε μια κρίσιμη καμπή, όπου βαλλόμαστε συνεχώς από επαναλαμβανόμενα, πολύπλοκα, πρωτόγνωρα και συχνά υπερμεγέθη γεγονότα. Πολλοί από τους ασθενέστερους, δηλαδή εκείνοι που προσπαθούν να φτιάξουν έναν χάρτη του κόσμου, προσελκύονται (και πάντα θα είναι έτσι) από τον Τραμπ, από το ευρώ, από τον Πούτιν, από τη διαδοχή των εθνικών εκλογών του 2017 σε Ολλανδία-Γαλλία-Γερμανία, πιθανόν και Ιταλία.

Στις 25 Μάρτη, στην εξηκοστή επέτειο της Συνθήκης της Ρώμης, θα δούμε αν αυτή θα αφορά μόνο τον θρίαμβο μιας άχρηστης ρητορικής, ή εάν οι εξαγγελθείσες κινήσεις της Μέρκελ για ένα νέο σχεδιασμό μιας ασυμμετρικής Ευρώπης (ουσιαστικά την ελευθερία της Γερμανίας να δρα προς όφελός της και «όποιος την αγαπά ας την ακολουθήσει») θα σηματοδοτήσουν μια νέα φάση – και τι είδους θα είναι αυτή.

Αυτό που ωστόσο πρέπει να τονίσουμε περισσότερο είναι η στιγμή της ιστορικής ροής, η έξοδος από έναν απελπισμένο παροντισμό στον οποίο πασχίζουμε να μη βουλιάξουμε, παραγεμισμένοι από πληροφορίες που μας διαμορφώνουν με τη βούληση άλλων, που μας βομβαρδίζουν με γνώση αλλά δεν μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε. Θα έπρεπε να ξαναβρούμε τη δυνατότητα να βλέπουμε την προοπτική των πραγμάτων, και να καταλάβουμε τι πρέπει να κάνουμε για τα επόμενα τριάντα χρόνια. Τίποτα από ό,τι συνιστά και καθορίζει τη ζωή μας δεν έγινε χτες, τίποτα από ό,τι μπορούμε να κάνουμε για να δημιουργήσουμε νέες δυνατότητες μπορεί να γίνει αύριο κιόλας, έστω κι αν ξεκινήσει αύριο.

Η «Geuropa» (η γερμανική Ευρώπη) δεν είναι μια επιθυμητή προοπτική, αλλά ευτυχώς δεν είναι ούτε εφικτή – πράγμα που σημαίνει πως οι Γερμανοί και οι σύμμαχοί τους στις διάφορες εθνικές ελίτ δεν θα επιμείνουν να την κάνουν πραγματικότητα.

Δεν θα θέλαμε να αφεθούμε σε έναν ανόητο ντετερμινισμό τύπου «δεν υπάρχει το δύο χωρίς το τρία», αλλά αν η Γερμανία, που ήταν το τελευταίο μεγάλο ευρωπαϊκό κράτος που δημιουργήθηκε, επιχείρησε δύο φορές με καταστροφικά αποτελέσματα να διευρύνει την κυριαρχία της, αυτό ίσως σημαίνει πως υπάρχουν εκεί μια σειρά γεω-ιστορικο-πολιτισμικά άλυτα θέματα. Ή έστω όχι τέτοια που να επιτρέπουν στη γερμανική οντότητα να παίζει ρόλο μιας ηγεμονικής ομάδας ικανής να συνενώνει και να διαμοιράζει.

Σε κάθε περίπτωση η Ευρώπη, με τη δεδομένη ιστορική και γεωγραφική τάση της ασυμπίεστης πολυμορφίας, και με όλες τις εξαγγελίες της για ρήξη και ξεκαθάρισμα, δεν κυριαρχήθηκε ποτέ από κανέναν, απλά γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να συμβεί.

Το αντίθετο: η ιδέα (δεν αντιλαμβανόμαστε να έχει δημιουργηθεί παρά μόνο στη βάση ενός απαράδεκτου και εντελώς ακατάλληλου ιδεαλισμού αρχών) της ένωσης των ευρωπαϊκών Κρατών-Εθνών στο μυθικό σχήμα της δημοκρατικής-αλληλέγγυας-φιλοπεριβαλλοντικής και δικαιωματικο-ανθρωπιστικής «Ευρώπης των λαών» χαρακτηρίζεται από φλυαρίες επί αρχών που δεν λένε απολύτως τίποτα για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν οι δραματικές καταστάσεις που συνοδεύουν την πολύπλοκη εποχή μας, η οποία καθορίζεται από τις γεωπολιτικές συγκρούσεις.


Στον μύθο της Ευρώπης της αγοράς αντιπαρατίθεται, με ένα διαλεκτικό τικ, η δημοκρατική Ευρώπη. Πρόκειται για μια παρωχημένη φιλονικία που μάλλον βρίσκεται στα σύννεφα και όχι στη γη. Απλά, η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν ένα πολιτικό πρόβλημα, και δεν μπορεί να ενοποιηθεί πολιτικά μεμιάς επειδή τίποτα στη γεωγραφία, την ιστορία, τον πολιτισμό, την παράδοση, τη θρησκεία δεν της το επιτρέπει. Μόνο όποιος κυνηγά ασαφείς έννοιες σαν την αγορά και το νόμισμα μπορεί να στηριχτεί πάνω σε τέτοιους «χόνδρους της ύπαρξης», όπως έλεγε κι ο Πλάτωνας [ΣτΜ: το «πέφυκεν»], που ένας καλός χασάπης ξέρει πως δεν μπορούν να τεμαχιστούν.

Χωρίς καμία διάθεση πολεμικής, σημειώνω πως το να συζητάμε για το «πρόβλημα Ευρώπη» μόνο με οικονομολόγους είναι σαν να συζητάμε για τα πειράματα του CERN μόνο με τους μηχανικούς που βάζουν σε λειτουργία τον επιταχυντή του.

Να λοιπόν που ο Ευρωπαίος, ζαλισμένος αλλά όχι νικημένος, θυμάται με θολωμένο πάθος τον μύθο για τότε που υπήρχαν τα κεϊνσιανά κράτη πρόνοιας, ευημερίας και μιας κάπως μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης(;), ή τότε που το Έθνος εξασφάλιζε την ταυτότητα και τη λειτουργικότητα της κοινότητας, όταν υπήρχε ο κεντρικός τραπεζίτης και το απόγειο του εθνικού εξωτισμού ήταν ο Αμερικανός (λευκός) τουρίστας στο κέντρο της Ρώμης.

Όλα αυτά είναι θέματα οικονομικής ή νομισματικής ή θρησκευτικής ή εθνο-πολιτισμικής ιδεολογίας, ή ζητήματα μιας πολιτικής που υπήρχε εδώ και σχεδόν έναν αιώνα. Τα Κράτη-Έθνη ευρωπαϊκής κοπής, ας το επαναλάβουμε μέχρι υπερβολής, ήταν απόρροια των ενδογενών ευρωπαϊκών δυναμικών του 15ου αιώνα, που λίγο πολύ ίσχυαν μέχρι τον 19ο αιώνα.

Ο 20ός αιώνας δεν πρωτοτυπεί καθόλου, όντας μοιρασμένος ανάμεσα σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο και μια αναδόμηση – ή, αν το κάνει, μας λέει πως η συνύπαρξη των διαφορετικών τμημάτων της Ευρώπης είναι από δύσκολη έως αδύνατη, και τείνει να είναι πολύ συγκρουσιακή. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις Ευρώπες [10].

Καμία από τις συνθήκες του κόσμου που ασκούν όλες τις πιέσεις έξω από το σύστημα-Ευρώπη, και δεν αντιμετωπίζουν τις βασικές περιβαλλοντολογικές, οικονομικές, αξιακές, και χρηματοπιστωτικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, δημογραφικές δυναμικές σαν «εξωγενείς», δεν θα έπρεπε να μας κάνουν να θεωρήσουμε πιθανό να αναβιώσουμε τη ρώσικη σαλάτα των πενήντα ευρωπαϊκών κρατιδίων. Αλλά αν υπάρχει κάποιος που γοητεύεται από τα ιδεολογήματα, υπάρχει και κάποιος που κυνηγάει τους μύθους, που εν τέλει είναι ιδεολογήματα μακράς διαρκείας.

Πιεσμένοι ανάμεσα στη μη δυνατότητα καθιέρωσης της γερμανικής Ευρώπης και στη δημαγωγικο-ουτοπική εκδοχή της, καθώς και τη μη βιωσιμότητα της εθνικής σημαίας του 19ου αιώνα, ίσως θα ’πρεπε να εγκαταλείπαμε για πάντα τόσο την έννοια του έθνους, όσο και εκείνη της ένωσης, και να επικεντρωθούμε στην έννοια του Κράτους. Ίσως θα ’πρεπε να καλλιεργήσουμε την αριστοτελική «μεσότητα» και να στραφούμε σε σχεδιασμούς νέων Κρατών, συγχωνεύοντας σε αυτά ορισμένα παλαιά Κράτη, όχι 27 ή 19, τουλάχιστον όπως κάνουμε όταν αναμειγνύουμε διαφορετικά συστατικά.

Το να ενώσουμε διαφορετικούς λαούς είναι σίγουρα πολύ δύσκολο. Αλλά το να πάρεις Γερμανούς και Λατίνους, Σλάβους και Βαλτικούς, και να επιχειρήσεις να τους συνενώσεις με τη μία τη στιγμή που Αμερικανοί, Βρετανοί, Ρώσοι, Άραβες και Κινέζοι δεν στέκονται να σε χειροκροτούν, ε αυτό δεν είναι απλά δύσκολο – είναι κυριολεκτικά αδύνατον. Αντίθετα, και η άρνηση της σημερινής διαμόρφωσης της εμπορευματικής και νομισματικής νεοφιλελεύθερης ένωσης και η επιθυμία να την καταργήσουμε, χρειάζεται μια μακρινή στόχευση, επειδή θα έπρεπε να συντονιστεί με ό,τι συμβαίνει σήμερα.

* * * * *

Στο μεγάλο επιτραπέζιο παιχνίδι του κόσμου, ο γράφων θα ήθελε να δει μια μέρα να κάθεται το λατινο-μεσογειακό Κράτος (Κράτος, όχι Ένωση), ένα δικό μας, και όχι δικής μας υποστήριξης, σχέδιο, παρ’ όλο που η δημόσια συζήτηση βρίσκεται σε εντελώς διαφορετικές συχνότητες.

Από τώρα, άμεσα, η Ευρώπη σαν σύστημα αποτελούμενο από διαφορετικά συστήματα, που σήμερα φαίνεται να αποδέχεται την εκδοχή της «Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων», θα μπορούσε να φέρει στο φως μια πιο στενή Ένωση λατινο-μεσογειακών, που θα μπορούσαν πολύ σύντομα να αποκτήσουν δικό τους νόμισμα, το οποίο να διαχειρίζονται με τρόπο διαφορετικό από αυτόν που καθορίζουν οι ευρω-γερμανικές συμφωνίες, που στη συνέχεια πέρασαν στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Αυτός είναι ένας ορίζοντας που πρέπει να εξετάσουμε αν είναι χρήσιμος, και σε κάθε περίπτωση σύντομα, και μεσο-μακροπρόθεσμα θα μπορούσε να γίνει ένα ομοσπονδιακό και κοινοβουλευτικό Κράτος, με ένα δικό του Σύνταγμα, δικό του στρατό, παιδεία και κράτος πρόνοιας. Ένα κράτος τρίτη οικονομία στον κόσμο, πέμπτο ως προς τα δημογραφικά μεγέθη, ικανό να παρεμβαίνει σε όλα τα παιχνίδια του νέου κόσμου. Ένα Κράτος του οποίου ο γλωσσικός-πολιτισμικός- γεωγραφικός προσδιορισμός (λατινικός και μεσογειακός) θα ήταν σίγουρα εφικτός, γιατί δεν γίνεται «Κράτος» που είναι «πολιτικό ζήτημα» με όποιον μιλά [11] και ζει πολύ διαφορετικά και από πάντα βρίσκεται στην άλλη πλευρά του γεω-ιστορικού χώρου.

Θα είναι το νέο Κράτος όσων επινόησαν την αρχαία Πόλη, την civitas-άστυ, την Κοινότητα, τη Δημοκρατία, το σύγχρονο Κράτος-Έθνος, και δεν δέχονται να εξαφανιστούν από τα κατάστιχα της Ιστορίας. Όχι τώρα, που η Ιστορία εξαγγέλλει πως θέλει να μας περάσει από μια δύσκολη και πρωτόγνωρη εξεταστική δοκιμασία.

Σημειώσεις

[1] Οι λόγοι της άμυνας/επίθεσης εμπεριείχαν, προφανώς, και τους φορολογικούς λόγους, και ήταν αμφότεροι συγκεντροποιημένοι.

[2] Πράγματι, με τη Συνθήκη Ειρήνης της Βασιλείας το 1499, οι Ελβετοί δεν δημιούργησαν κράτος, αλλά μια συνομοσπονδία – όρος που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, αν και από το 1848 η Ελβετία είναι ομοσπονδιακό κράτος.

[3] Η ίδια έννοια του «εθνικισμού» πρέπει να ερμηνεύεται με αυτό τον τρόπο, αφού είναι γεωπολιτική η σύγκρουση ανάμεσα σε Σαουδάραβες και Ιρανούς, αν και παρουσιάζεται σαν θρησκευτική σύγκρουση σουνιτών κατά σιιτών. Στον εθνικισμό μπορούμε να ανατρέξουμε για πολέμους ανεξαρτησίας, για να εκφράσουμε το εθνικό συναίσθημα, συχνά για να κάνουμε έναν διαχωρισμό με κάποιον από τους συνορεύοντες ή, σε χρήση εξουσίας ορισμένων ελίτ, σαν καρύκευμα σε επιθετικούς πολέμους που όμως έχουν άλλα αίτια. Η ευρωπαϊκή ιστορία δείχνει έθνη που δεν επέδειξαν εθνικισμό, και αγαθούς εθνικισμούς, σαν αυτόν των Ελλήνων. Συνολικά, στον σημερινό δημόσιο διάλογο η έννοια είναι διαστρεβλωμένη και χρησιμοποιείται πολύ άνετα από τη μία πλευρά, και πολύ παρανοϊκά από την άλλη.

[4] Η ιδέα του Καντ χρησιμοποιείται για να στηρίξει μια υποτιθέμενη παράδοση της φιλοενωσιακής και φιλοομοσπονδιακής σκέψης. Αλλά ο Καντ ποτέ δεν μίλησε για ομοσπονδία, παρά για συνομοσπονδία. Μια συνομοσπονδία δεν είναι άλλο παρά μια συμμαχία, συνήθως στρατιωτική. Το να χρησιμοποιούμε δυο φυλλάδια του Καντ για να δείξουμε ότι έχει παρελθόν το σχέδιο της Ε.Ε. είναι εντελώς ανάρμοστο. Ίσως αν διαβάζαμε τι ακριβώς λέει θα μας βοηθούσε να ξαναβρούμε τις «καθαρές και ξάστερες» ιδέες που τόσο λείπουν σήμερα.

[5] Το φίδι με τους 100 ως και 500 σπονδύλους είναι ο ιδεότυπος ενός συστήματος με ευέλικτη δομή. Το EMS (European Monetary System, Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα) είχε δύο μορφές: το ERM1 (European Exchange Rate Mechanism) από το 1971, με δυνατότητα υποτίμησης +/-2,25%, και το ERM2 από το 1979, με εύρος διακύμανσης από +/-15%. Αντικαταστάθηκε από το σύστημα του ευρώ το 1999.

[6] Ο «καταναλωτισμός» είναι μια μορφή συστημικής εντατικοποίησης, που εμφανίστηκε από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και μετά. Αρχικά υποστηριζόταν από μια ευρεία και πραγματική ανανέωση του βιομηχανικού προϊόντος, που ανακύκλωνε την προηγούμενη αμερικανική πολεμική παραγωγική ικανότητα. Και αργότερα πήρε τη μορφή μιας επιστήμης των πωλήσεων (μάρκετινγκ, διαφήμιση και διάδοση των ΜΜΕ), για να καταλήξει στην προγραμματισμένη εξαφάνιση περισσότερο ανθεκτικών στον χρόνο προϊόντων (προγραμματισμένη απαξίωση), στους κύκλους μικρότερης παραγωγής που απαιτούσαν καταστροφή προγενέστερων προϊόντων, δηλαδή τη «μόδα», στο καταναλωτικό χρέος, στη λογική του «χρησιμοποίησε και πέτα».

Κοντολογίς, φαίνεται πως από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 και μετά συμπιέστηκε τόσο η ικανότητα απορρόφησης της προσφοράς, μέχρι του σημείου να μην ξέρει κανείς τι άλλο να επινοήσει. Η πραγματική ανανέωση του προϊόντος κατέληξε να υποβαθμιστεί. Η έγχρωμη τηλεόραση ήταν μια εφεύρεση, αλλά τη δεκαετία του ’60 – έκτοτε απλά έγινε πιο μεγάλη, πιο μικρή, πιο επίπεδη, φορητή, στερεοφωνική, home theater, επιχειρήθηκε ακόμη και να ανακυκλωθεί το τρισδιάστατο (3d) που ήταν μια καινοτομία (ισχνή) της δεκαετίας του ’50. Όμως όλες αυτές ήταν μόνο δευτερεύουσες καινοτομίες υποκατάστασης (εντατικοποίηση των χρόνων του κύκλου κατανάλωσης) και όχι προϊόντος. Η μοναδική σημαντική καινοτομία ήταν το digital στους υπολογιστές, αλλά δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ηλεκτρο-χημικο-μηχανικά κύματα των αρχών του 20ού αιώνα, ή με τη βιομηχανική καινοτομία της ευρείας κατανάλωσης της μεταπολεμικής εποχής.

[7] Η BRI (Belt and Road Initiative) αντικαθιστά το προηγούμενο ακρωνύμιο OBOR (One Belt One Road) [ΣτΜ: στρατηγική πρωτοβουλία της Κίνας για τη συνεργασία με τις χώρες της Ευρασίας], ουσιαστικά τους δύο Δρόμους του Μεταξιού, στη θάλασσα και στη στεριά.

[8] Αυτή η «απερίσκεπτη» έρευνα της PwC (προβλέψεις τριακονταετίας των δυναμικών τάσεων του σημερινού κόσμου δεν μπορεί παρά να χαρακτηριστούν «απερίσκεπτες») πρώτα και κύρια σημαίνει πως οι δημογραφικές διαστάσεις θα έχουν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα [ΣτΜ: Η PricewaterhouseCoopers (PwC) αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παροχής υπηρεσιών λογιστικής, τήρησης βιβλίων και ελέγχου και παροχής φορολογικών συμβουλών].

[9] Για όλες τις αναφερόμενες χώρες, η Γερμανία ήταν πάντα ο πρώτος ή ο δεύτερος εταίρος στις εμπορικές συναλλαγές.

[10] Ο Μπρούνο Αμορόζο (που δυστυχώς «έφυγε» πρόσφατα, και με τον οποίο είχα ανταλλάξει ενδιαφέρουσες απόψεις πάνω στο θέμα αυτό), τις χαρακτήριζε έτσι [βλ. το κείμενό του «Τα ψεύτικα διλήμματα» (I falsi dilemma) στο sinistrainrete.info]. Εγώ θα το τοποθετούσα αλλού (λατινο-μεσογειακή διάσταση, προς Βορρά, προς τα βορειοανατολικά, και προς τα νοτιοανατολικά) αλλά λίγο-πολύ η ουσία είναι ή ίδια. Η συλλογιστική αυτού του τρόπου σκέψης είναι απλή: 1) Είμαστε αναγκασμένοι, για λόγους ιστορικούς και διεθνείς, να φτιάξουμε κράτη (κράτη, όχι συνομοσπονδίες, ενώσεις ή άλλες μεσοβέζικες μορφές) μεγαλύτερα από αυτά που κληρονομήσαμε από την ιστορία. 2) Τα κράτη αυτά θα πρέπει μάλλον να είναι ομοσπονδιακά, αλλά πρώτα και κύρια δημοκρατικά. 3) Η δημοκρατία προϋποθέτει μια ορισμένη ομογένεια του δήμου της, ομογένεια ιστορική, πολιτισμική, γλωσσική. Η λογική συγκρότησης κράτους δεν είναι η ίδια με τη λογική συγκρότησης αγορών ή νομισματικών ενώσεων, αν και τα νομίσματα θα έπρεπε να είναι εναρμονισμένα με το υπάρχον οικονομικό σύστημα, πράγμα που –μοιραία– θα έχει πιο ομογενοποιημένες εκφάνσεις ανάμεσα σε όσους μοιράζονται την ίδια γεω-ιστορία.

[11] Ένα Κράτος που, τουλάχιστον σε ένα λογικό χρονικό εύρος, δεν μιλά μια ορισμένη μορφή κοινής γλώσσας, ποτέ δεν θα μπορέσει να είναι δημοκρατικό, αφού ο διάλογος είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας.

*Ο Πιερλουίτζι Φαγκάν είναι αναλυτής και συγγραφέας. Το παρόν κείμενο του δημοσιεύθηκε στις 13/2/2017 στην ιστοσελίδα του (pierluigifagan.wordpress.com).

Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση.

Πηγή: e-dromos.gr

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Κορνήλιος Καστοριάδης: ο φιλόσοφος της αυτονομίας

Στις 11 Μαρτίου του 1922 γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο Κορνήλιος Καστοριάδης και η οικογένειά του πρόλαβε να φύγει για την Αθήνα, ένα μήνα πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Υπήρξε ένας σημαντικός Έλληνας φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής, που έδρασε και δημιούργησε στη Γαλλία. Από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ου αιώνα, συνένωσε στο έργο του την πολιτική, τη φιλοσοφία και την ψυχανάλυση. Αποκλήθηκε «φιλόσοφος της αυτονομίας», υπήρξε συγγραφέας του σημαντικού βιβλίου «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» και συνιδρυτής του περιοδικού «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα».
kastoriadis

Οι γονείς του ήταν εξαιρετικά μορφωμένοι, προοδευτικοί στις απόψεις τους και μουσικόφιλοι. Ο Καστοριάδης κληρονόμησε τη δίψα τους για μάθηση. Σε ηλικία 11 ετών άρχισε να μελετά φιλοσοφία και λίγο καιρό μετά, πρόσθεσε στη μελέτη του και την πολιτική. Τελείωσε το Γυμνάσιο στα 15, βαθύτατα επηρεασμένος από τις αναγνώσεις του.

Σπούδασε στην Αθήνα φιλοσοφία, νομικά και οικονομικά και στρατεύθηκε από νεαρός στην Αριστερά, περνώντας γρήγορα στις ακραίες τάσεις του τροτσκιστικού κινήματος. Το 1946, συνεργαζόμενος με τον Κλοντ Λεφόρ, προκάλεσε τη διάσπαση της Τετάρτης Διεθνούς και ίδρυσε την περιλάλητη ομάδα Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα.

Οι αγωνιστές και στοχαστές της ομάδας, με κεντρική μορφή τον Καστοριάδη, προχώρησαν σε μια ρηξικέλευθη κριτική τόσο του καπιταλιστικού συστήματος όσο και του δήθεν αντιπάλου δέους του, του «σοσιαλισμού» των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ. Ο Καστοριάδης δημοσίευσε πλήθος αναλύσεων, εν πολλοίς (καίτοι δεν το αναγνώρισε ρητώς) επηρεασμένος από τα πονήματα και τη σκέψη του Κώστα Παπαϊωάννου.

Για την ΕΣΣΔ, την Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, την οποία πάντα προτιμούσε να αποκαλεί Ρωσία, θα πει ότι πρόκειται για τέσσερα ασύστολα και επικίνδυνα ψεύδη, μιας που δεν είναι Ένωση, δεν διατηρείται ούτε καν ως ανάμνηση έστω και ένα ίχνος από τα σοβιέτ, τα αυτόνομα συμβούλια των εργαζομένων, δεν έχει καμία σχέση με το σοσιαλισμό, αλλά πρόκειται περί γραφειοκρατικού καπιταλισμού, δεν πρόκειται περί δημοκρατικών αλλά περί στρατιωτικών και αστυνομικών κατασταλτικών μορφωμάτων.

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Καστοριάδης επιχείρησε μια κριτική υπέρβαση του μαρξισμού, γεγονός που οδήγησε σε τριβές και αλλεπάλληλες διασπάσεις στο εσωτερικό του Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, μέχρι την οριστική διάλυση της ομάδας, το 1966.

Εν συνεχεία, πάντα ανήσυχος και αναγεννησιακός, πολυπράγμων και δημιουργικός, ο Καστοριάδης ασχολήθηκε με τη συγγραφή πλήθους κειμένων επιστημολογίας, κοινωνικής ανάλυσης, πολιτικής φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στο λεγόμενο πρόταγμα της αυτονομίας.

Κεντρικής σημασίας έργο του Καστοριάδη παραμένει η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, στο πρώτο μέρος της οποίας επιχειρείται η κριτική αποτίμηση και εν συνεχεία το ξεπέρασμα της μαρξικής σκέψης, ώστε το επαναστατικό πρόταγμα να αυτονομηθεί από κάθε «ορθολογική θεμελίωση».

Ο Καστοριάδης αντιλαμβάνεται πλέον την ιστορία ως δημιουργία και, έτσι, στο δεύτερο μέρος του εν λόγω έργου, ομιλεί περί της ρητής αυτοθέσμισης της κοινωνίας, περί του κοινωνικού πράττειν-ποιείν των ανθρώπων ως αυτόνομων και συνεπώς απολύτως υπεύθυνων δημιουργών της ιστορίας τους και της κοινωνίας τους.

Ο Καστοριάδης ποτέ δεν εγκατέλειψε την κοινωνική κριτική, την επισήμανση και τη διαυγή ανάλυση των δεινών που ταλανίζουν το σύγχρονο κόσμο. Σημαντικές και δηκτικότατες υπήρξαν οι παρατηρήσεις του για την κρίση του συστήματος αξιών στο δυτικό πολιτισμό, για την παρακμή της τέχνης, για την απίσχνανση της δημιουργικότητας, για τη φθορά όλων των όψεων της καθημερινής ζωής. Διατύπωσε τη γνώμη ότι δεν ζούμε σε έναν «κλιματιζόμενο εφιάλτη» αλλά σε «πυκνοκατοικημένες ερήμους».

Στη συλλογή κειμένων και συνομιλιών με γενικό τίτλο Η άνοδος της ασημαντότητας λέει: «Κανείς δεν ξέρει πια σήμερα τι θα πει να είσαι πολίτης αλλά κανείς δεν ξέρει τι θα πει να είσαι άντρας ή γυναίκα. Οι ρόλοι των φύλων διαλύθηκαν, κανείς δεν ξέρει πια σε τι συνίστανται. Άλλοτε οι ρόλοι ήταν γνωστοί στα διάφορα κοινωνικά επίπεδα, στις διάφορες κατηγορίες, στις διάφορες ομάδες. Δεν λέω πως ήταν καλό, υιοθετώ μια περιγραφική και αναλυτική άποψη». Και ακόμη: «Η εξατομίκευση των ατόμων δεν σημαίνει αυτονομία. Όταν ένα άτομο αγοράζει ένα ψυγείο ή ένα αυτοκίνητο κάνει αυτό που κάνουν άλλα 40 εκατομμύρια άτομα, και δεν υπάρχει στην πράξη του αυτή ούτε ατομικότητα ούτε αυτονομία.

Αυτή ακριβώς είναι μια από τις απάτες της σύγχρονης διαφήμισης: Κάντε την προσωπική σας επιλογή, αγοράστε το Χ απορρυπαντικό. Και ιδού, εκατομμύρια άτομα “επιλέγουν προσωπικά” αγοράζοντας το ίδιο απορρυπαντικό. Ή, πάλι, 20 εκατομμύρια οικογένειες πατούν την ίδια ώρα και το ίδιο λεπτό το ίδιο κουμπί της τηλεόρασης για να δουν τις ίδιες βλακείες».

Το 1979 ο Καστοριάδης εξελέγη διευθυντής της Ecoles des Hautes Etudes en Sciences Sociales, όπου διοργάνωσε σεμινάριο με τίτλο "Θέσμιση της κοινωνίας και ιστορική δημιουργία".

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κορνήλιος Καστοριάδης επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, δίνοντας σειρά διαλέξεων, μεταξύ άλλων στη Θεσσαλονίκη, το Ηράκλειο, τον Βόλο το Ρέθυμνο κ.α. Το 1989 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Στις 24 Φεβρουαρίου 1993 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης απεβίωσε σε ηλικία 75 ετών, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997.

Οι τέσσερις έννοιες-κλειδιά στο έργο του Κορνηλίου Καστοριάδη. 

Τέσσερις λέξεις: Φαντασία, Φαντασιακό, Δημιουργία, Αυτονομία. Αυτές τις τέσσερεις λέξεις τις “παρουσίασε” ο ίδιος στη γαλλική τηλεόραση -στην καθημερινή εκπομπή Inventer Domain του δημοσίου και με εκπαιδευτικό χαρακτήρα σταθμού La Cinquicnic-,σε τέσσερις συνεχείς ημέρες (2,3,4,5.12.1996). Τέσσερις λέξεις, τέσσερις εκπομπές διάρκειας τεσσάρων λεπτών κάθε μία, κάθε εκπομπή για μία λέξη. Αυτό εδώ το κείμενο είναι η μετάφραση, με ελάχιστες συντομεύσεις, των τεσσάρων εκπομπών, από το βιβλίο “Είμαστε η Ιστορία μας”, του Κ.Καστοριάδη.

1. Φαντασία
Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Τι είναι αυτό που μας διαφοροποιεί από τα ζώα; Επαναλαμβάνουν, εδώ και αιώνες, ότι είναι ο ορθός λόγος. Αρκεί όμως να προσέξουμε τη συμπεριφορά των άλλων γύρω μας αλλά και τη δική μας, για να αντιληφθούμε ότι αυτό δεν αληθεύει. Οι ατομικές και οι συλλογικές συμπεριφορές πολύ συχνά είναι παράλογες. Τα ζώα είναι πιο “λογικά” από εμάς· δεν σκοντάφτουν, δεν τρώνε δηλητηριώδη μανιτάρια, κάνουν αυτό που πρέπει, για να συντηρηθούν και να αναπαραχθούν. Ποιο είναι το ίδιον του ανθρώπου; Είναι το πάθος και οι επιθυμίες; Ναι, πράγματι. Τα ζώα από ό,τι μπορούμε να ξέρουμε δεν έχουν πάθη ούτε πραγματικές επιθυμίες τα ζώα έχουν ένστικτα. Τι όμως συνιστά την ιδιαιτερότητα του πάθους και των επιθυμιών; Είναι ακριβώς το γεγονός ότι το πάθος και οι επιθυμίες -ο έρωτας, η δόξα, το κάλλος, η εξουσία, ο πλούτος- δεν είναι «φυσικά» αλλά φαντασιακά αντικείμενα.

Η φαντασία, λοιπόν, είναι το ίδιον του ανθρώπου. Η φαντασία μάς διαφοροποιεί από τα ζώα.Η φαντασία, ακόμη και εάν κλείσουμε τα μάτια και τα αυτιά, δεν αναχαιτίζεται. Υπάρχει πάντα μια εσωτερική ροή από εικόνες, ιδέες, αναμνήσεις, επιθυμίες, αισθήματα. Μια ροή που δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Δεν μπορούμε καν να την ελέγξουμε, τουλάχιστον όχι πάντα. Κάποιες φορές το κατορθώνουμε, λίγο ως πολύ, προκειμένου να σκεφτούμε λογικά και συστηματικά. Αλλά ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, αναπάντεχες αναμνήσεις και επιθυμίες διακόπτουν τον στοχασμό μας. Η φαντασία μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην παραφροσύνη, στη διαστροφή, στην τερατωδία αλλά, επίσης, στην αυταπάρνηση και σε κάθε μεγαλειώδη δημιουργία. Χάρη στη φαντασία το ένστικτο έπαψε να είναι ο μοναδικός ρυθμιστής της συμπεριφοράς μας. Χάρη στη φαντασία μπορούμε να δημιουργούμε. Χάρη σ’ αυτήν δημιουργήσαμε την τέχνη, την επιστήμη, τη φιλοσοφία. Η φαντασία δεν γνωρίζει όρια και κανόνες, ούτε ηθικούς και λογικούς νόμους. Πάντως, εάν είχαμε αφεθεί χωρίς περιορισμούς στη φαντασία, ασφαλώς δεν θα είχαμε επιβιώσει ως είδος. Ο άνθρωπος επιβίωσε ως είδος, επειδή δημιούργησε κοινότητες, κοινωνίες, θεσμούς, κανόνες που οριοθετούν και περιορίζουν τη φαντασία, αλλά και που συχνά επίσης την καταπνίγουν.

2. Φαντασιακό
Το ανθρώπινο ον υπάρχει μόνον ως κοινωνικό ον. Αυτό σημαίνει ότι ζει σε μια κοινωνία με θεσμούς, με νόμους, με ήθη, με έθιμα, κ.λπ. Ερώτημα: Από πού έρχονται αυτοί οι θεσμοί, οι νόμοι, τα έθιμα; Είναι αδύνατον να πούμε, όπως συχνά πίστευαν οι λαοί, ότι υπάρχει ένας δημιουργός, ένας νομοθέτης όλων αυτών. Σε μιαν ήδη θεσμισμένη κοινωνία, τα άτομα μπορούν να προτείνουν νόμους, κάποιους ιδιαίτερους νόμους. Τούτο όμως είναι δυνατόν να γίνει, επειδή υπάρχει ήδη ένα σύστημα νόμων, επειδή αυτά τα άτομα έχουν ζήσει ήδη σε μια κοινωνία με νόμους. Ένας συγγραφέας μπορεί να επινοήσει μια νέα λογοτεχνική μορφή και ένας περιθωριακός μια λέξη της αργκό. Αυτά είναι δυνατόν να γίνουν, επειδή υπάρχει ήδη η γλώσσα και η αργκό. Όμως ποιος θα μπορούσε μόνος του να δημιουργήσει εκ προοιμίου τη γλώσσα και να την επιβάλει στους υπόλοιπους; Και με ποια γλώσσα θα επικοινωνούσε;

Όλα αυτά -οι νόμοι, οι θεσμοί, τα ήθη, τα έθιμα, η γλώσσα- είναι συλλογικές δημιουργίες. Προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας βάσει ενός συμβολαίου (το “κοινωνικό συμβόλαιο” ). Όμως ένα συμβόλαιο προϋποθέτει άτομα κοινωνικά, τα οποία γνωρίζουν τι είναι ένα τέτοιο συμβόλαιο. Προσπάθησαν επίσης να ερμηνεύσουν την καταγωγή της κοινωνίας με τους φυσικούς και τους βιολογικούς νόμους. Όμως κανένας φυσικός ή βιολογικός νόμος δεν μπορεί να ερμηνεύσει την καταγωγή των θεσμών, που είναι ένα καινούργιο φαινόμενο μέσα στο δημιουργημένο σύμπαν. Κανένας φυσικός και βιολογικός νόμος δεν απαντά στα ερωτήματα: Γιατί οι Εβραίοι δημιούργησαν τον μονοθεϊσμό; Γιατί οι ‘Ελληνες δημιούργησαν τις δημοκρατικές πόλεις; Γιατί η Δύση δημιούργησε τον καπιταλισμό; Για να συλλάβουμε την ύπαρξη της ανθρώπινης κοινωνίας, καθώς επίσης τις αλλαγές της μέσα στον χρόνο αλλά και τις διαφορές της μέσα στον χώρο, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτές οι ίδιες οι ανθρώπινες κοινότητες διαθέτουν μιαν χωρίς προηγούμενο δημιουργική ικανότητα. Αυτή τη δημιουργική ικανότητα μπορούμε να την ονομάσουμε: κοινωνικό φαντασιακό.

Το κοινωνικό φαντασιακό είναι η πηγή των θεσμών που ρυθμίζουν και οργανώνουν τη ζωή των ανθρώπων. Αυτό επίσης δημιουργεί κάτι πολύ σημαντικό: τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες.Oι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες καθορίζουν τις αξίες της κοινωνίας δηλαδή καθορίζουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι αληθές και τι ψευδές, τι είναι δίκαιο και τι άδικο. Οι φαντασιακές κοινωνικές σημασίες δίνουν νόημα στη ζωή των ατόμων και, τελικά, δίνουν νόημα ακόμη και στον θάνατο τους. Το κοινωνικό φαντασιακό δεν είναι σταθερό και αμετάβλητο. Αλλάζει. Και οι αλλαγές του δηλώνουν την ύπαρξη αλλαγών στην κοινωνία, το γεγονός δηλαδή ότι υπάρχει ιστορία της ανθρωπότητας. Το κοινωνικό φαντασιακό, άπαξ και δημιούργησε τους θεσμούς, μπορεί είτε να παραμείνει κατά κάποιον τρόπο σε λήθαργο (έτσι συμβαίνει στις πρωτόγονες, τις αρχαϊκές, τις παραδοσιακές κοινωνίες), είτε να προκαλέσει αλλαγές, λιγότερο ή περισσότερο γρήγορες (έτσι συμβαίνει στην εποχή μας, η οποία γνωρίζει έναν γρήγορο ρυθμό από ιστορικές μεταβολές, ανήκουστο στην μέχρι τώρα ιστορία της ανθρωπότητας).

3.Δημιουργία
Οι φιλόσοφοι έχουν αναρωτηθεί: Γιατί να υπάρχει κενό; Θα μπορούσε να μην υπάρχει τίποτα. Το ερώτημα αυτό, σε κάθε περίπτωση, δεν έχει απάντηση. Ίσως μάλιστα να μην έχει καν νόημα. Υπάρχει όμως ένα άλλο ερώτημα που μας βασανίζει και δεν μπορεί παρά να μας βασανίζει: Πώς γίνεται και υπάρχει μια τέτοια πολυμορφία πραγμάτων; Και φυσικά δεν εννοώ μόνον την ποσοτική πολυμορφία. Πώς γίνεται και υπάρχει αυτή η απέραντη ποικιλία μορφών, από τη μη έμβια φύση, μέχρι τις πολυάριθμες ακαθόριστες μορφές ζωής, ακόμη και μέχρι τις μορφές που ακατάπαυστα η ανθρώπινη ιστορία παράγει και δημιουργεί; Έχει υποστηριχθεί ότι η δημιουργία είναι θεία πράξη. Δεν είναι θεία πράξη. Η δημιουργία είναι αυτό ακριβώς που χαρακτηρίζει το ον. Κάθε ον. Το παν υπόκειται συνεχώς σε αλλαγή και αναδημιουργία. Δεν μπορούμε να σκεφτούμε πως ό,τι παρουσιάζεται μπροστά μας είναι μια ατέρμων επανάληψη της ίδιας μορφής, διότι αμέσως ανακύπτει το ερώτημα: Μήπως, κάθε τι είναι καταδικασμένο να επαναλαμβάνει τις μορφές που έχουν ήδη υπάρξει από καταβολής χρόνου; Είναι όμως σαφές ότι υπάρχει ένας αληθινός χρόνος· ο χρόνος της μεταβολής. Και αληθινή μεταβολή είναι η ανάδυση νέων μορφών. Τα φαινόμενα, τα οποία παρατηρούμε μπροστά μας, προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε μέσα από τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Αυτές οι ερμηνείες είναι ασφαλώς πολύτιμες αλλά είναι πάντα μερικές. Γιατί; Διότι έχουν σημασία μόνον στις περιπτώσεις όπου τα φαινόμενα επαναλαμβάνονται (οι ίδιες αιτίες δίνουν τα ίδια αποτελέσματα), αλλά δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάδυση νέων μορφών.

Ας πάρουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της ζωής. Η βιολογία μας λέει ότι σε μιαν ορισμένη στιγμή, μέσα στον «πρωταρχικό χυλό» που υπήρχε στη γη, ενας μεγάλος αριθμός μορίων συνενώθηκε τυχαία και, στη συνέχεια, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες -θερμοκρασίας, ακτινοβολίας, πίεσης- αναδύθηκαν μορφές ζωής. Αυτή όμως η απάντηση δεν στέκει. Γιατί; Διότι μια μορφή ζωής είναι κάτι άλλο από μιαν απλή συνένωση μορίων. Επί πλέον, πρόκειται για μια σύνθεση μορίων τελείως ιδιαίτερη ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των δισεκατομμυρίων που θα μπορούσαν να συντεθούν. Είναι μια συνένωση που κατορθώνει να οργανώνεται, να συντηρείται, να αναπαράγεται. Το ίδιο ισχύει, με τρόπο πολύ πιο πυκνό και έντονο, στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Ιστορία δεν είναι αποτέλεσμα συνδυασμού ίδιων στοιχείων. Η Ιστορία είναι δημιουργία νέων στοιχείων. Είναι δημιουργία της μουσικής, της ζωγραφικής, της τέχνης, της φιλοσοφίας, της δημοκρατίας. Και φυσικά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος τη μουσική του Μπαχ ή του Μπετόβεν. Αυτή η μουσική είναι μεγάλη, διότι είναι πρωτότυπη. Και λέγοντας πρωτότυπη, σημαίνει ότι ακριβώς δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε.

4. Αυτονομία
Υπάρχει ανθρώπινη ελευθερία και σε τι συνίσταται; Ελευθερία δεν σημαίνει να κάνουμε ό,τι μας κατεβαίνει στο κεφάλι, ούτε, όπως νόμιζαν ορισμένοι φιλόσοφοι, να δρούμε χωρίς κίνητρα. Ελευθερία σημαίνει κατ’ αρχάς να έχουμε διαύγεια απέναντι, σ’ αυτό που σκεφτόμαστε και σ’ αυτό που κάνουμε. Μπορούμε όμως να είμαστε ελεύθεροι, όταν ζούμε σε μια κοινωνία και κάτω από τον κοινωνικό νόμο; Θα διατυπώσω την απάντηση ως εξής: Μπορώ να είμαι ελεύθερος, εφόσον συμμετέχω στη διαμόρφωση αυτού του νόμου, εφόσον αποφασίζω ισότιμα μαζί με τους άλλους για τη δημιουργία αυτού του νόμου και, τέλος, εφόσον είμαι σύμφωνος με τον τρόπο που ο νόμος αυτός θεσμίστηκε. Για πολύ μεγάλο διάστημα οι ανθρώπινες κοινωνίες πίστευαν ότι τους νόμους και τους θεσμούς τους δεν τους είχαν δημιουργήσει οι ίδιες. Αλλά τότε ποιος; Οι θεοί, ο Θεός, οι πρόγονοι. Σε τέτοιες συνθήκες αυτοί οι νόμοι και οι θεσμοί προφανώς θεωρούνται ιεροί. Αδύνατον να τους αμφισβητήσει κανείς. Πώς είναι δυνατόν να πω ότι ο νόμος που τον έχει δώσει ο Θεός (αν ο Θεός είναι η πηγή κάθε δικαίου) είναι άδικος;

Σε μιαν τέτοια κοινωνία, που θα την αποκαλέσουμε ετερόνομη -επειδή είναι υπόδουλη στους δικούς της θεσμούς- τα ίδια τα άτομα είναι ετερόνομα. Δεν μπορούν να σκεφτούν μόνα τους, εκτός από τελείως τετριμμένα και δευτερεύοντα θέματα. Δεν μπορούν να ελέγξουν κριτικά τη συμπεριφορά τους. Δεν μπορούν να κρίνουν τι είναι καλό και τι κακό, τι είναι δίκαιο και τι άδικο, τι είναι αληθές και τι ψευδές. Αυτή ήταν η μοίρα της κοινωνίας επί χιλιετίες. Κάποια στιγμή όμως έγινε μια ιστορική ρήξη, η οποία άλλαξε την κατάσταση των πραγμάτων. Η ρήξη αυτή παρατηρείται για πρώτη φορά στην Αρχαία Ελλάδα (στις πόλεις που δημιούργησαν τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία) και μετά, αφού μεσολάβησαν είκοσι αιώνες έκλειψης, ξαναξεκίνησε για δεύτερη φορά στη Δυτική Ευρώπη (με την Αναγέννηση, τον Διαφωτισμό, το μεγάλο δημοκρατικό κίνημα χειραφέτησης, το εργατικό κίνημα κ.λπ.). Αυτά τα κινήματα -με το πρόταγμα της αυτονομίας- δημιούργησαν τις κάποιες ελευθερίες που διαθέτει η κοινωνία, στην οποία ζούμε. Όμως το πρόταγμα της αυτονομίας, το οποίο έφθασε στο κορύφωμα του ανάμεσα στο 1750 και το 1950, επί του παρόντος μοιάζει να είναι εξουδετερωμένο. Σήμερα ζούμε σε μια κοινωνία, στην οποία η απάθεια, ο κυνισμός και η ανευθυνότητα ολοένα επεκτείνονται. Το κίνημα της αυτονομίας πρέπει να ξαναξεκινήσει και να προσπαθήσει να εγκαθιδρύσει μιαν αληθινή δημοκρατία. Μια δημοκρατία όπου όλοι θα συμμετέχουν στη ρύθμιση και τον καθορισμό των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Και αυτό είναι το μόνο πολιτικό πρόταγμα, για το οποίο αξίζει τον κόπο να εργαστούμε και να αγωνιστούμε.

Αποφθέγματα Καστοριάδη
Η επανάσταση δε σημαίνει χείμαρρους αίματος, την κατάληψη των Χειµερινών Ανακτόρων κοκ. Η επανάσταση σημαίνει τον ριζικό μετασχηματισμό των θεσμών της κοινωνίας. Με αυτή την έννοια, φυσικά είμαι επαναστάτης. Συνέντευξη: "Η επαναστατική δύναμη της οικολογίας" 1993

Ο κεντρικός λόγος της παιδείας σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναμφισβήτητος. […] Και δεν μιλώ για την παιδεία που παρέχει το «υπουργείο Παιδείας», ή εν πάση περιπτώσει όχι κυρίως γι αυτήν, ούτε για μια νιοστή «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση», με τη οποία, υποτίθεται, θα προσεγγίζαμε περισσότερο τη δημοκρατία. Η παιδεία αρχίζει με τη γέννηση του ανθρώπου και τελειώνει με τον θάνατό του. Συντελείται παντού και πάντα. Οι τοίχοι της πόλης, τα βιβλία, τα θεάματα, τα γεγονότα εκπαιδεύουν τους πολίτες —σήμερα δε κατά κύριο λόγο «παρεκπαιδεύουν». Η άνοδος της ασημαντότητας, κεφ. "Η αποσάθρωση της Δύσης", σελ. 97

Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι μια δημοκρατία τέλεια, ολοκληρωμένη κ.λπ. μας πέφτει από τον ουρανό, είναι σίγουρο ότι δεν θα μπορέσει να επιζήσει περισσότερο από μερικά χρόνια, αν δεν δημιουργήσει τα άτομα που της αντιστοιχούν και που είναι, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ικανά να την κάνουν να λειτουργήσει και να την αναπαραγάγουν. Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική κοινωνία χωρίς δημοκρατική παιδεία. Η άνοδος της ασημαντότητας, κεφ. "Η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς", σελ. 276

Το 2014 κυκλοφόρησε η βιογραφία του, Καστοριάδης – Μια ζωή (του FRANCOIS DOSSE)
Ενδεικτική Εργογραφία
  • Η γραφειοκρατική κοινωνία [2 τόμοι] («Ύψιλον»)
  • Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας («Ράππας»)
  • Τα σταυροδρόμια του λαβύρινθου («Ύψιλον»)
  • Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα («Ύψιλον»)
  • Η ελληνική ιδιαιτερότητα: Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο («Κριτική»)
  • Ανθρωπολογία, Πολιτική, Φιλοσοφία («Ύψιλον»)
  • Ομιλίες στην Ελλάδα («Ύψιλον»)
Wikipedia – Eagainst

Η (ανατολική) ιστορία της Δύσης

Η επαναληψιμότητα μοτίβων στην ιστορία μάς ωθεί να μιλάμε για την «περιοδική επιστροφή και τους νόμους της ιστορίας», λες και αποτελεί εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης φύσης να ψάχνουμε να βρούμε κοινοτυπίες στα επιμέρους και να τις κατατάσσουμε σε καθολικές κατηγορίες. Αυτή η παρατήρηση έπαιξε καθοριστικό ρόλο κατά τους αρχαίους χρόνους στη γέννηση της ιστοριογραφίας και για τους ίδιους ακριβώς λόγους στη σύσταση της κοινωνιολογίας στους νεώτερους. Η ιστοριογραφία του Θουκυδίδη και του Cicero βασίστηκε στην διαδεδομένη πεποίθηση των αρχαίων πως «η φύση του ανθρώπου είναι αναλλοίωτη» επομένως, έγραφε ο Θουκυδίδης, αν μελετώντας τις ιστορίες του παρελθόντος κατανοήσουμε τα απώτερα βάθη της ανθρώπινης φύσης  θα μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όταν συναντήσουμε ανάλογες καταστάσεις. Συνεχίζοντας την ουμανιστική προσέγγιση ο Μακιαβέλι έλεγε πως ακόμα και αν η γνώση της ανθρώπινης φύσης και των μοτίβων της ιστορίας δεν αρκεί να τιθασεύσει το μέλλον, καθώς οι προθέσεις της τύχης (Fortuna) είναι αδιευκρίνιστες, μπορούμε όμως μελετώντας να προετοιμαστούμε με γνώσεις για να αντιμετωπίσουμε τον ατίθασο χαρακτήρα της. Ο Μακιαβέλι παρομοίαζε την ιστορία σαν χείμαρρο που η δύναμη του ρεύματός του παρασέρνει στο πέρασμα του ανθρώπους, βασιλιάδες και ηγεμονίες. Οφείλουμε λοιπόν να αντισταθούμε στην παρορμητική δύναμη της Fortuna  «με τον ίδιο τρόπο που οι στέρεες όχθες ενός ποταμού αντιστέκονται στα ορμητικά νερά ενός χειμάρρου». Για τους μεγάλους δασκάλους η θέλησή μας δεν μπορεί ποτέ να επιβάλει απόλυτα την βούλησή της στα γεγονότα, η μύησή μας όμως στα μυστικά της ιστορίας και των ανθρώπων μπορεί να μας προετοιμάσει να προσαρμοστούμε καλύτερα στα αναπάντεχα (και μοιραία αναμενόμενα) ξεσπάσματα της.

Ενάντια στην μοιρολατρική πεποίθηση πως «η κάθε εποχή θεωρεί τον εαυτό της χειρότερη από τις προηγούμενες» η αλήθεια είναι πως στην ιστορία της ανθρωπότητας  δεν είχε ποτέ καθολική επικράτηση η ρήση «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Αν θέλουμε να αναζητήσουμε ένα σταθερό μοτίβο για το πως αντιλαμβάνονται ο άνθρωποι την εποχή τους θα διαπιστώσουμε πως πολύ συχνά εμφανίζονται εποχές οι οποίες κυριαρχούνται από έντονη αισιοδοξία και τόλμη για το μέλλον. Ας θυμηθούμε την belle epoque, τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του δεύτερου μεγάλου πολέμου και την βικτωριανή προσήλωση στην πρόοδο. Ειδικά η βικτωριανή εποχή επέδειξε μια ανεπανάληπτη από τότε αύρα αισιοδοξίας και εμπιστοσύνης στις δυνάμεις της τεχνικής και της επιστήμης. Άρα οφείλουμε να μην ξεχνάμε πως υπάρχουν και εποχές που οι άνθρωποι τις θεωρούσαν καλές, μάλιστα καλύτερες από τις περασμένες, και δεν χρειάζεται εδώ να μας απασχολήσει αν αυτή η καθολίκευση ανταποκρίνεται σε όλους τους ανθρώπους και κυρίως στους πιο αδύναμους. Φυσικά και όχι. Συνήθως αυτού του είδους η αισιοδοξία υπέκρυπτε πίσω από τα παρασκήνια τεράστια ποσόστωση δυστυχίας και αδικίας.  Δεν θέλουμε όμως να μας απασχολήσει τώρα αυτή η παραδοχή. Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι πως τις εποχές μπορεί κανείς να τις διακρίνει σε εκείνες που ατενίζουν το μέλλον με προσδοκία, στις εποχές της αβεβαιότητας και του φόβου και στις πραγματικά ζοφερές εποχές. Τολμώντας κανείς να κατατάξει την δική μας εποχή -για το κομμάτι του «δυτικού» κόσμου μόνο- σε ένα από αυτά τα μοτίβα δεν μπορεί παρά να επιλέξει εκείνη της αβεβαιότητας. Ποιός μπορεί σήμερα να πει πως η αισιοδοξία είναι το γενικευμένο συναίσθημα που ισχύει; Ούτε και μπορεί κανείς να πει πως ζούμε πραγματικά ζοφερές καταστάσεις, αλλά περισσότερο αυτό που μπορούμε να πούμε είναι πως -ως σύνολο- φοβόμαστε για το αύριο μην ζήσουμε στιγμές τέτοιες όπως αυτές, που μας μεταφέρουν ως εικόνα οι πρόσφυγες.

Τη στιγμή λοιπόν που ο βασιλιάς της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης είναι γυμνός αλλά δεν έχει ακόμα βρεθεί ο αγαθός εκείνος που θα το φωνάξει όλοι μας αντιλαμβανόμαστε πως αυτό που πραγματικά απουσιάζει από το ευρωπαϊκό πνεύμα είναι μια, αντιληπτή από όλους, μορφοποιημένη εικόνα για το μέλλον που θέλουμε. Μια εικόνα να μπορεί να συνέχει τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς σε έναν κοινό ορίζοντα. Εδώ είναι απαραίτητη μια διευκρίνηση: η ευρωπαϊκή συνοχή δεν είναι ένα κάποιο καινούργιο νεωτερικό και μετα-καντιανό φρούτο. Ο ευρωπαϊκός γεωγραφικός και πνευματικός τόπος αποτελεί για εδώ και 2.000 χρόνια έναν σταθερό σηματοδότη σύγκλισης. Τα παραδείγματα από την ιστορία είναι αποκαλυπτικά και συγκροτούν ξανά ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η Ευρώπη αποτελεί εδώ και είκοσι αιώνες ένα σταθερό προσανατολισμό. Το Βυζάντιο για παράδειγμα, αν και εξακολουθεί να κατέχει την πλέον παραγνωρισμένη θέση στις πολιτικές επιστήμες, είναι γνωστό εντούτοις πως αποτέλεσε για περισσότερο από δέκα αιώνες φάρο για όλη την πνευματική και πολιτική Ευρώπη. Ο βαθμός της ελλιπούς αναγνώρισης για τη συμβολή της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για πολλές από τις παρανοήσεις του νεωτερικού κόσμου. Στην διαμόρφωση της νεωτερικότητας θεωρούμε σήμερα ως κομβικές στιγμές επεισόδια από τον δυτικοευρωπαϊκό κυρίως χώρο τα οποία διαμόρφωσαν τα ίδια, είτε απευθείας, είτε προετοιμάζοντας τις υλικές και εννοιολογικές συνθήκες, το πέρασμα από το ancient regime στους νεώτερους χρόνους. Δίνουμε σημαντική έμφαση σε κομβικούς σταθμούς αμιγώς της δυτικής ιστορίας: τις πνευματικές και πολιτικές διενέξεις για τον  διαχωρισμό της εκκλησίας από το κράτος, τις θεολογικές μεταφυσικές έριδες που προκαλέσανε τον αγνωστικισμό, τη δημιουργία του κράτους, την αστική δραστηριότητα των εμπόρων, χωρίς να γνωρίζουμε πως τα περισσότερα από αυτά αν όχι διαρθρώθηκαν ήδη στο ανατολικό κομμάτι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) τέθηκαν σε πρωτόλεια μορφή αιώνες πριν από την δική μας εκτίμηση για την αρχική τους εμφάνιση στην ιστορία.

Το πιο σημαντικό ίσως κομμάτι του Βυζαντίου, που παραγνωρίζεται ακόμα και από όσους διατηρούν ζωντανό το ενδιαφέρον μαζί του, είναι ο έντονα ουμανιστικός του χαρακτήρας. Η ένωση 2 αντίμετρων φιλοσοφιών: του χριστιανικού και του ελληνικού, βρήκε ένα ιδιαίτερο κοινό τόπο στον κεντρικό ρόλο του ατόμου. Αν και έχουν προοπτικές εντελώς αντίθετες μεταξύ τους, καθώς ο χριστιανικός ατομικισμός προκρίνει μια σωτηριολογική διάσταση μέσω του ατομικού Χριστού, ενώ ο ελληνικός πολιτισμός προκρίνει μια ηρωική διάσταση μέσω των ατομικών επιτευγμάτων και του κλέους, και οι δύο φιλοσοφίες εξυψώνουν αμφότερες το άτομο σε επίπεδα που η δυτική μεριά της Ευρώπης μετά το σοκ που υπέστη από την κατάρρευση του δυτικού ρωμαϊκού κόσμου κατάφερε να επανακτήσει -και δια μέσου του Βυζαντίου- μόνο από τον 11ο αιώνα και μετά. Μην ξεχνάμε πως τα μεγάλα θεολογικά έργα της Δύσης, του Ιερού Αυγουστίνου και του Θωμά Ακινάτη, αν και με μεγάλες αποκλίσεις το ένα από το άλλο προκρίνουν εξίσου τον πολιτικό αναχωρητισμό και την άρνηση των εγκοσμίων. Μια έστω επιδερμική μελέτη του κοσμικού χαρακτήρα των θρησκευτικών έριδων που δίχασαν το Βυζάντιο σε όλη του την ύπαρξη, από τον Νεστοριανισμό έως τους εικονοκλάστες, τους παυλικανούς και βογομήλους, καταλαβαίνει κανείς πως πίσω από τις θρησκευτικές «αιρέσεις» κρύβονταν μια έντονη διάθεση για ατομική συμμετοχή στα εγκόσμια. Το πολιτικό ζιζάνιο δεν εξέλειψε ποτέ από την ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία, απλά πήρε την μεταμφίεση της θρησκείας. Τον βυζαντινό ουμανισμό τον συναντάμε και στο πνευματικό και στο κοινωνικό πεδίο.  Καταντάει ανέκδοτο να λέει κανείς πως τα πρώτα πανεπιστήμια της Ευρώπης ιδρύθηκαν το 11ο αιώνα (Μπολόνια, Οξφόρδη) την στιγμή που στην Κωνσταντινούπολη ήδη το 425 μ.Χ. υπήρχε το «Πανδιδακτήριον» που διέθετε 16 έδρες για την ελληνική φιλολογία, γραμματική, φιλοσοφία και ρητορική και 15 έδρες για τη λατινική φιλολογία, γραμματική και νομική.  Ενώ οι βυζαντινοί συνεταιρισμοί όχι μόνο μας αφήσανε την παράδοση της επαγγελματικής αλληλεγγύης που βρίσκει σήμερα την μορφή της στις σύγχρονες επαγγελματικές ενώσεις, αλλά και ανέδειξαν το κοινωνικό ρόλο του άτομου-επαγγελματία. Ήδη από την εποχή του Λέοντα ΣΤ’ (886-912) η σημασία των επαγγελμάτων ήταν ουσιώδης στην σύσταση της κρατικής λειτουργίας, κάτι που φαίνεται και από τους κανονισμούς του «Επαρχιακού Βιβλίου» οι οποίοι ορίζανε διοικητικά την οικονομική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη.

Η συμβολή του βυζαντινού ουμανισμού φαίνεται τέλος και στο πεδίο του νομικού δικαίου. Όλοι οι πολιτικοί στοχαστές από τον Τζον Λοκ έως τον Φουκώ, θεωρούν την Magna Carta του 1215 ως την συντακτική διακήρυξη που εδραίωσε στο ευρωπαϊκό πολιτισμό, το νομικό δίκαιο και κατοχύρωσε τον νόμο υπεράνω των δικαιωμάτων του στέμματος, προετοιμάζοντας έτσι τον δρόμο για το κράτος δικαίου. Μια τέτοια αντίληψη παραγνωρίζει παντελώς το πλούσιο βυζαντινό νομοθετικό έργο, αρχής γενομένης τον Ιουστινιανό Κώδικα (Corpus Iuris Civilis) και τις επόμενες νεαρές (νομικές τροποποιήσεις), τους «νόμους γεωργικούς» και τις Εξάβιβλους από τον Λέοντα ΣΤ, έως και την Εξάβιβλο του λογοθέτη Γιώργου Αρμενόπουλου, των οποίων το νομοθετικό έργο για μια περίοδο σχεδόν δέκα αιώνων απηχείται σήμερα σε κάθε σύγχρονη δικονομία. Η αντίληψη των υποχρεώσεων του αυτοκράτορα και των δικαιωμάτων των υπηκόων του ως σύναψη εταιρικής συμφωνίας άρχων και κυβερνώμενων όχι μόνο δεν ήταν άγνωστη στον βυζαντινό κόσμο αλλά είχε ήδη θεμελιωθεί επαρκώς από τον 5ο αιώνα. Ο αυτοκράτορας ήταν «ελέω θεού» εστεμμένος, ποτέ όμως δεν κυβερνούσε «ελέω θεού» και αυτό φαίνεται και από την διοικητική αυτοτέλεια που απολάμβανε η Εκκλησιά και τα προνόμια που είχαν οι «Δυνατοί» αλλά και από την κοινοτική πρόνοια των γεωργών-στρατιωτών και των βυζαντινών χωριών. Αιώνες πριν την διακήρυξη του κοινωνικού συμβολαίου η θεοσεβούμενη αυτοκρατορία εφάρμοζε ήδη στην πράξη τα χρυσόβουλα και τις «πρόνοιες» ως συμβαλλόμενες πράξεις μεταξύ κυρίαρχου και κυριαρχούμενων. Η νεωτερικότητα οφείλει στο Βυζάντιο πολλά περισσότερα από όσα του είναι αναγνωρισμένα από την πολιτική φιλοσοφία και τις επιστήμες και είναι κρίμα πραγματικά που o αποκλειστικός franchiser του Βυζαντίου στην χώρα (η ορθόδοξη εκκλησία) απωθεί με το κόμπλεξ που προκαλεί κάθε τίμια προσπάθεια αποκατάστασης και μελέτης.

Η παρατήρησή μας λοιπόν δεν πρέπει να παρεξηγηθεί. Εδώ δεν θέλουμε να αναπαράγουμε τον βυζαντινολατρισμό που ισχυρίζεται πως όταν οι βυζαντινοί τρώγανε με χρυσά κουτάλια οι δυτικοί ντυνόντουσαν με δέρματα ζώων. Αν και μια τέτοια δήλωση δεν είναι απόλυτα ψευδής δεν πρέπει να την συγχέουμε με το ιδεολογικό φόρτο που της γίνεται για χάρη της βυζαντινο-ορθόδοξης μανίας των εγχώριων θιασωτών του αντιστοίχου ιδεολογικού μπλοκ που εξυπηρετεί. Όπως όμως δεν εκχωρούμε την δημοκρατία στους ελληνο-εθνικιστές απλά και μόνο γιατί αυτή ιστορικά σχετίζεται με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο, έτσι και οφείλουμε να μην παραδίδουμε την πολιτιστική κληρονομιά του Βυζαντίου, η οποία είναι αρκετά ουμανιστική, στον παπαδισμό. Η ιδιαίτερη προσοχή στο οικοδόμημα του Βυζαντίου θα βοηθήσει κατά πολύ στην αποκατάσταση αναρίθμητων ιστορικών παρερμηνειών και παρεξηγήσεων. Κυρίως θα βοηθήσει στην αυτοαντίληψη του σύγχρονου ανθρώπου και θα τον ωριμάσει από το στάδιο του μοντερνισμού∙ πως τάχα δήθεν τα καλύτερα επιτεύγματα του σύγχρονου κόσμου είναι δημιουργήματα της καπιταλιστικής επανάστασης η οποία μας «απελευθέρωσε» από τον βάναυσο του μεσαίωνα και τον βαρβαρισμό του Βυζαντίου.

 http://www.respublica.gr