ΑΚΟΝΙΣΤΕ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ, ΝΑ ΣΦΑΞΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Εάν δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα μάτια σας για να βλέπετε, τότε θα τα χρειαστείτε για να κλάψετε


Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Kώστας Λαπαβίτσας: «Δεν υπάρχει διέξοδος για την Ελλάδα χωρίς κόστος» – στον Αδάμ Γιαννίκο

ΠΗΓΗ: ΜΟΝΟ #5
Αναδημοσίευση από You Pay Your Crisis
«Θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση στην ιστορία της οικονομικής θεωρίας και της οικονομικής εξέλιξης των χωρών να λέγαμε ότι έχουμε τρεις διαφορετικές κρίσεις αυτού του μεγέθους, οι οποίες συνέπεσαν χρονικά, είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά και ήταν όλες μέσα στο σύστημα του ευρώ, αλλά δεν είχαν σχέση με το ευρώ. Θα επρόκειτο για μία από τις μεγαλύτερες συμπτώσεις και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ανάλυσης για τους οικονομικούς ιστορικούς»

«Το ευρώ με τη σημερινή του μορφή δεν θα διατηρηθεί”

«Θα ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση στην ιστορία της οικονομικής θεωρίας και της οικονομικής εξέλιξης των χωρών να λέγαμε ότι έχουμε τρεις διαφορετικές κρίσεις αυτού του μεγέθους, οι οποίες συνέπεσαν χρονικά, είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά και ήταν όλες μέσα στο σύστημα του ευρώ, αλλά δεν είχαν σχέση με το ευρώ. Θα επρόκειτο για μία από τις μεγαλύτερες συμπτώσεις και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ανάλυσης για τους οικονομικούς ιστορικούς»
«Το νερό που έχει χυθεί δεν γυρίζει στο δοχείο», λέει μια παλιά ιαπωνική παροιμία. Διανύοντας τον πέμπτο χρόνο ύφεσης η οικονομία της Ελλάδας αναζητεί τον τρόπο που θα την ξαναβάλει στην κοίτη της ανάπτυξης. «Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω», λέει η αντίστοιχη ελληνική παροιμία. Σε ποιο χρόνο θα γυρίσει η Ελλάδα μετά τις αποφάσεις για την εφαρμογή του νέου μνημονίου; Ο Κώστας Λαπαβίτσας είναι καθηγητής Οικονομικών στη διεθνούς φήμης Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στον αγγλοσαξονικό ακαδημαϊκό κόσμο. Έχει διδάξει μεταξύ άλλων σε πανεπιστήμια της Ιαπωνίας και της Τουρκίας, μελέτες του έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά, ενώ ο ίδιος μιλάει και γράφει ιαπωνικά.


Στις 21 Φεβρουαρίου, το Eurogroup ανακοίνωσε την παροχή ενός δεύτερου πακέτου στήριξης προς την Ελλάδα, το οποίο προβλέπει μείωση του χρέους στο 120% του ΑΕΠ έως το 2020, μέσω νέου δανεισμού, ενός προγράμματος ανταλλαγής κρατικών ομολόγων και σαρωτικών αλλαγών στην ελληνική οικονομία. Χαμένη στη μετάφραση των όρων του νέου μνημονίου, η Ελλάδα παλεύει να μην γυρίσει στο 1999 της δραχμής με την ελπίδα ότι θα επιστρέψει στο 2009 με το ευρώ. Συναντήσαμε τον Κώστα Λαπαβίτσα στο κέντρο της Αθήνας με φόντο «την αβεβαιότητα που αναζητεί να γίνει περηφάνια» και μιλήσαμε μαζί του για τις δύο όψεις του νομίσματος.
– Ποιος φταίει για την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας; Φταίμε εμείς;
Οι απόψεις ότι «φταίμε εμείς και η συμπεριφορά μας», «φταίει η νοοτροπία μας και η ελαττωματική ηθική μας» είναι ιδεολογήματα που δεν πρέπει να ακούγονται. Βεβαίως, οι Έλληνες έχουν ελαττώματα και προτερήματα, όπως έχουν όλοι οι άλλοι λαοί. Δεν πηγάζει το πρόβλημα της Ελλάδας απ’ αυτό όμως και συχνά είναι εκ του πονηρού να λέγεται ότι φταίμε εμείς γι’ αυτό που μας συμβαίνει. Όπως, επίσης, δεν πρέπει να λέγεται εύκολα ότι φταίνε οι ξένοι, οι άλλοι που μάς φέραν εδώ που μας φέρανε. Βεβαίως κι αυτοί έχουν μέρος της ευθύνης, αλλά δεν είναι οι ξένοι που μας έφεραν εδώ που είμαστε. Το πρόβλημα έχει να κάνει με τις δομές της ελληνικής οικονομίας και κυρίως με το διεθνές πλαίσιο στο οποίο διάλεξε να ανήκει.
- Θα μπορούσαμε να το αποφύγουμε;
- Αν δεν είχαμε μπει στην νομισματική ένωση, σίγουρα δεν θα είχαμε την κρίση με την μορφή που έχει σήμερα και πιθανώς με την οξύτητα και τον τραγικό χαρακτήρα που έχει σήμερα. Δεν λέω ότι θα ‘χαμε αποφύγει τα φαινόμενα της κρίσης του 2007-9, δεν ξέρει κανείς ποια πορεία θα είχε ακολουθήσει η Ελλάδα. Αλλά σίγουρα δεν θα είχαμε τη μορφή κρίσης που έχουμε τώρα. Θα είχαμε καταρχήν τον έλεγχο των εργαλείων οικονομικής πολιτικής, δεν θα ήμασταν παραδομένοι στην εξωτερική και ολόπλευρη πίεση του ευρώ.
- Ήταν το ευρώ μια λανθασμένη επιλογή;
Το ευρώ είναι αντιφατικός μηχανισμός που αποδείχθηκε πολύ διαφορετικός από αυτό που νόμιζαν οι διαπρύσιοι υποστηρικτές του στην Ελλάδα. Το ευρώ δεν έχει μέσα του σχέσεις αλληλεγγύης. Είναι ένας μηχανισμός ιεραρχικός, ο οποίος δημιουργεί σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια, είναι υπέρ των συμφερόντων των μεγάλων βιομηχανικών κεφαλαίων και των τραπεζών του κέντρου. Ως εκ τούτου οι χώρες της περιφέρειας μέσα στη νομισματική ένωση βρίσκονται σε εξαιρετικά αδύναμη θέση. Είναι το ευρώ που έχει αποτύχει.
Το ευρώ με τη μορφή που έχει σήμερα δεν μπορεί να διατηρηθεί. Και δεν θα διατηρηθεί.
- Ολοένα και περισσότερο γίνεται λόγος για χάσμα ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Νότο και τον ευρωπαϊκό Βορρά που μπορεί να οδηγήσει σε διάσπαση της ευρωζώνης, γίνεται λόγος ακόμα και για την πιθανότητα δημιουργίας ενός «ευρώ του Νότου». Τι σενάρια είναι αυτά;
Επιστημονικής φαντασίας. Τα νομίσματα δεν φτιάχνονται στο πόδι. Δεν φτιάχνονται επειδή μερικές χώρες έφυγαν από μια νομισματική ένωση και σπεύδουν να ιδρύσουν μία άλλη, ή δεν φτιάχνονται για να αντισταθούν ορισμένες χώρες σε άλλες. Οι νομισματικές ενώσεις είναι δύσκολα πράγματα, πολύπλοκα, απαιτούν θεσμική προετοιμασία και οργάνωση.
- Υπάρχουν ιστορικά προηγούμενα αποτυχημένων νομισματικών ενώσεων;
Ένα σωρό. Οι νομισματικές ενώσεις κατά κανόνα έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής. Η ευρωπαϊκή νομισματική ένωση θα είναι μια απ’ αυτές που θα αποτύχουν στην αρχική της μορφή. Δεν λέω ότι θα εξαφανιστεί τελείως. Αλλά στην μορφή με την οποία τη γνωρίζουμε σήμερα μπορούμε να τη θεωρούμε ήδη αποτυχημένη. Τώρα, να φτιάξουν μια άλλη νομισματική ένωση οι χώρες του Νότου είναι κάτι που ίσως να λέγεται από μερικούς που δεν έχουν σκεφτεί τι σημαίνει αυτό. Είναι πολύ πιθανότερο να υπάρξει επιμέρους και ατομική αντίδραση των χωρών του Νότου, ή των περιφερειακών χωρών, στην κρίση που τις μαστίζει.
Να σας υπενθυμίσω ότι από την αρχή της κρίσης, κάθε φορά που οξυνόταν η κρίση οι σχέσεις ανάμεσα στις χώρες της περιφέρειας γίνονταν όλο και χειρότερες. Αντί να έχουμε σύσφιγξη των σχέσεων ανάμεσα στους αδύναμους, παρατηρούσαμε μεγαλύτερη ένταση. Ο λόγος είναι απλός. Η άρχουσα τάξη σε κάθε μία από τις χώρες της περιφέρειας θεωρεί ότι η παραμονή της στο ευρώ είναι διαβατήριο για τις μεγάλες καπιταλιστικές ολοκληρώσεις της εποχής μας. Απόδειξη ότι έχει οικονομία «πρώτης κατηγορίας», όπως έλεγαν και δικοί μας υπουργοί Οικονομικών. Άρα κάθε μία αγωνίζεται να πείσει ότι δεν είναι σαν τις άλλες προβληματικές – η Πορτογαλία δεν είναι σαν την Ελλάδα, η Ισπανία δεν είναι σαν την Πορτογαλία, κ.ο.κ.
- Το επιχείρημα που λέγεται κατά κόρον, ότι το ευρώ θα επιβιώσει γιατί είναι μια γεωπολιτική επιλογή, στέκει σε επίπεδο χρηματοοικονομικής θεωρίας;
Αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα θέματα και είναι καλό να τα συζητάνε οι πολιτικοί επιστήμονες και όσοι ασχολούνται με την γεωπολιτική και βεβαίως πρέπει κανείς να τα λαμβάνει υπόψη του. Αλλά στη βάση του το ευρώ είναι μια νομισματική ένωση. Εάν δεν λειτουργεί η οικονομική διάσταση, η ένωση δεν είναι βιώσιμη. Αυτό είναι καιρός να το αντιληφθούν όλοι όσοι βγαίνουν και λένε ότι το ευρώ το φτιάξανε οι πολιτικοί και θα το σώσουν οι πολιτικοί. Οι πολιτικοί μπορεί να λένε ότι θέλουν, αλλά αν δεν γίνεται, δεν θα σώσουν τίποτε.
Η Συμφωνία του Μπρέτον Γουντς ήταν ακόμη σημαντικότερη από την ΟΝΕ, οι ΗΠΑ επανειλημμένως προσπάθησαν να τη διασώσουν, αλλά στο τέλος κατέρρευσε. Υπάρχει, ξέρετε, ένας έμφυτος συντηρητισμός στην πολιτική ζωή που κάνει τους «εντός» να νομίζουν ότι τα ελέγχουν όλα, ιδίως όταν τα λαϊκά στρώματα είναι σιωπηλά. Πρόκειται περί πλάνης. Οι πολιτικοί τελικά κινούνται μέσα σε ένα πλαίσιο που θέτει η πραγματική ζωή. Χωρίς ουσιαστικές δομικές αλλαγές, το ευρώ δεν είναι βιώσιμο.
- Ποιες θα ήταν αυτές οι αλλαγές;
Θα μπορούσε για παράδειγμα να υιοθετηθεί κάποια από τις προτάσεις που έχουν καταθέσει οικονομολόγοι της ευρωπαϊστικής αριστεράς, οι οποίοι προτείνουν να σχηματιστεί μηχανισμός νομισματικών μεταβιβάσεων που θα εδράζεται σε κάποια μορφή κρατικής ένωσης. Θα μπαίναμε ίσως σε μια διαδικασία σχηματισμού των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ.
Αν γινόταν αυτό, θα μπορούσε η Ε.Ε. να αποκτήσει κι αυτή ένα βιώσιμο νόμισμα, όπως έχουν και οι ΗΠΑ. Κατά τη γνώμη μου όμως δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Πρώτον, διότι δεν υπάρχει ενιαία αγορά εργασίας στην Ε.Ε. – δεν μπορεί εύκολα ο Πορτογάλος άνεργος να πουλήσει το σπίτι του και να εγκατασταθεί σε μια αυστριακή κωμόπολη, για παράδειγμα. Σε τελική ανάλυση αυτό επίσης σημαίνει ότι δεν υπάρχει ευρωπαϊκός «δήμος». Δεύτερον, διότι οι υφιστάμενοι μηχανισμοί του ευρώ εξυπηρετούν μια χαρά τα συμφέροντα των μεγάλων κεφαλαίων και τραπεζών του κέντρου.
- Αυτό αποτελεί μια αυτοκρατορική δομή;
Η δομή του ευρώ είναι βεβαίως αυτοκρατορική, ή για να το πούμε με παλιομοδίτικους όρους, ιμπεριαλιστική. Το κέντρο κυριαρχεί επί της περιφέρειας οικονομικά, πολιτικά και διπλωματικά. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα πλέον αναφέρεται συχνά ως αποικία της Ε.Ε. στον διεθνή τύπο.
- Γίνεται διαρκώς όμως λόγος για την ιδιαιτερότητα της Ελλάδας, ότι δηλαδή δεν είμαστε η περίπτωση της Ιρλανδίας όπου εκεί το χρέος ήταν των τραπεζών, ότι δεν μοιάζουμε με την Ισλανδία κ.ο.κ..
Με την Ισλανδία βεβαίως δεν μοιάζουμε, γιατί η Ισλανδία δεν είναι δεμένη χειροπόδαρα μέσα στο σύστημα του ευρώ. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που η χώρα μπόρεσε να ανακάμψει γρήγορα μετά την αθέτηση πληρωμών στο χρέος της. Τώρα, όσον αφορά τις άλλες περιφερειακές χώρες, έχω να παρατηρήσω το εξής: θα ήταν μια ενδιαφέρουσα περίπτωση στην ιστορία της οικονομικής θεωρίας και της οικονομικής εξέλιξης των χωρών να λέγαμε ότι έχουμε τρεις διαφορετικές κρίσεις αυτού του μεγέθους – δηλαδή Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία- οι οποίες συνέπεσαν χρονικά, είχαν παρόμοια χαρακτηριστικά και ήταν όλες μέσα στο σύστημα του ευρώ, αλλά δεν είχαν σχέση με το ευρώ. Αυτό θα ήταν μία από τις μεγαλύτερες συμπτώσεις και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ανάλυσης για τους οικονομικούς ιστορικούς.
Το λογικό και προφανές είναι ότι και οι τρεις αυτές κρίσεις έχουν να κάνουν με την ευρωζώνη. Η συσσώρευση του χρέους παρατηρείται και στις τρεις διότι έχασαν ανταγωνιστικότητα ως προς τη Γερμανία. Δεν αληθεύει ότι στην Ελλάδα τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά διότι το δημόσιο χρέος είναι αναλογικά μεγαλύτερο. Το χρέος που γιγαντώθηκε στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία ήταν το ιδιωτικό, όπως και στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία, και την Ισπανία. Εκεί βέβαια κράτησαν το δημόσιο χρέος χαμηλότερα.
- Είναι, επομένως, το ελληνικό δημόσιο που κατέστρεψε τις τράπεζες στην Ελλάδα.
Φαντάζομαι ότι το λέτε αυτό γιατί οι τράπεζες αγόρασαν κρατικά ομόλογα. Ας μην τα αγόραζαν, είναι η απάντηση. Ήταν επιχειρηματική η τοποθέτηση αυτή, η οποία όσο συνέβαινε ήταν εξαιρετικά προσοδοφόρα. Διότι οι ελληνικές τράπεζες δανείζονταν με πολύ χαμηλό επιτόκιο από την ΕΚΤ και δάνειζαν στο κράτος με σαφώς υψηλότερο επιτόκιο νομίζοντας ότι δεν υπάρχει επιχειρηματικός κίνδυνος. Προφανώς έκαναν λάθος και στην καπιταλιστική οικονομία υποτίθεται ότι τα λάθη πληρώνονται. Αυτό όμως που βλέπουμε τώρα είναι ότι καλείται να πληρώσει ο ελληνικός λαός.
Εκτός αυτού, οι τράπεζες έχουν και τεράστιες επισφάλειες από ιδιωτικά δάνεια τις οποίες και πάλι καλείται να πληρώσει ο ελληνικός λαός.
- Δηλαδή, ισχύει το δόγμα περί «ιδιωτικοποίησης των κερδών / κοινωνικοποίησης των ζημιών»;
Περί αυτού πρόκειται. Το ελληνικό κράτος θα δανειστεί με το νέο μνημόνιο ίσως και 50 δισεκατομμύρια ευρώ, τα οποία θα τα διαθέσει στις τράπεζες για να γίνει ανακεφαλαιοποίηση χωρίς όμως να έχει ουσιαστικό λόγο στην μετέπειτα λειτουργία τους. Και ας μην πει κανείς ότι δεν μπορεί το αποτυχημένο δημόσιο να αναλάβει τις τράπεζες, οι ιδιοκτήτες και οι μάνατζερ των τραπεζών είναι αυταπόδεικτα αποτυχημένοι και δεν θα υπήρχαν χωρίς το κράτος.
- Τι εμποδίζει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να «τυπώσει χρήμα» προς τα κράτη της ευρωζώνης; Είναι θέμα ιδεολογίας; Είναι απλώς θέμα καταστατικού;
Καταρχήν δεν της το επιτρέπει το καταστατικό της, αλλά έχουμε μάθει πλέον ότι τα καταστατικά του χρηματοπιστωτικού τομέα είναι για να παραβιάζονται. Ο ουσιαστικός λόγος είναι αυτός για τον οποίο δεν έχουμε και δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, δηλαδή ότι δεν υπάρχει ενιαίο ή ομοσπονδιακό κράτος στην ευρωζώνη. Δεν υπάρχει μία κρατική οντότητα η οποία θα στηρίζει το νόμισμα, θα στηρίζει την κεντρική τράπεζα και θα στέκεται πίσω από τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Έχουμε ένα σύμφυρμα κρατών, τα οποία μετέχουν αναλογικά στο κεφάλαιο της κεντρικής τράπεζας και στις δημοσιονομικές παροχές της ευρωζώνης. Άρα τα κράτη αυτά θα πρέπει να μοιραστούν και τις οποιεσδήποτε ζημίες προκύψουν. Σε τελική ανάλυση, ποιος θα σηκώσει την πιθανή ζημία από τον κρατικό δανεισμό που θα κάνει η ΕΚΤ; Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, κυρίως η Γερμανία. Και για ποιο λόγο να θελήσει η γερμανική άρχουσα τάξη να επωμιστεί τις ζημίες από τις πράξεις τις ελληνικής ή της πορτογαλικής;
- Μπορεί κανείς να πει ότι, επιβάλλοντας αυτά τα μέτρα, η Γερμανία κερδίζει χρόνο; Κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να επωμιστεί το βάρος μιας διαφορετικής πολιτικής.
Δεν είναι σίγουρο ότι θα αναγκαστεί να το κάνει, διότι η Γερμανία και οι χώρες του πυρήνα με την πολιτική που ακολουθούν συστηματικά μεταβιβάζουν το κόστος της κρίσης στα κράτη της περιφέρειας. Δέχονται τώρα με το PSI κι αυτές ένα κόστος – είναι αλήθεια – το οποίο επιβάλουν σε τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες κατόχους ομολόγων. Ο κύριος όμως όγκος του κόστους μεταβιβάζεται στα λαϊκά και εργατικά στρώματα της περιφέρειας και αυτό ήταν πολιτική των χωρών του πυρήνα εξαρχής.
- Έχει νόημα να λέγεται ότι με αυτήν την πολιτική η Γερμανία στην ουσία χρηματοδοτεί τις τράπεζές της;
Θα έλεγα ότι στηρίζει τις τράπεζές της. Ο δανεισμός που δέχτηκαν οι χώρες της περιφέρειας, στην αρχή τουλάχιστον, ήταν τέτοιος ώστε να μην προβούν εσπευσμένα σε στάση πληρωμών και άρα χτυπηθούν οι τράπεζες του κέντρου. Ήταν στην ουσία έμμεση χρηματοδότηση των τραπεζών του κέντρου. Οι τράπεζες έχουν τώρα ισχυροποιηθεί λόγω συστηματικών διαγραφών χρέους και κρατικής στήριξης τη διετία που πέρασε, άρα οι χώρες του κέντρου αποφάσισαν να μεταβιβάσουν μέρος του κόστους, όχι μεγάλο, και στις δικές τους τράπεζες, γι’ αυτό έχουμε και το PSI.

«Ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας μας δεν εξαρτάται από το ευρώ.»

«Δεν μπορεί να βγει η νέα δραχμή και να κυριαρχήσει παντού μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. Ο καταλύτης θα είναι η λειτουργία του κράτους. Αν το κράτος επιμείνει να πληρώνει και να πληρώνεται στη νέα δραχμή και να μην δέχεται τίποτα άλλο, το νέο νόμισμα θα επιβληθεί σε διάστημα μηνών»
- Στάση πληρωμών και χρεοκοπία είναι το ίδιο πράγμα;
Χρεοκοπία δεν υπάρχει ως όρος για τα κυρίαρχα κράτη. Τα κράτη δεν χρεοκοπούν όπως οι επιχειρήσεις, ή τα άτομα. Δεν υπάρχει παγκόσμιος μηχανισμός ο οποίος θα επιληφθεί των υποθέσεων κάποιου κράτους που δεν μπορεί να αποπληρώσει τα χρέη του και θα προβεί σε διασπορά των περιουσιακών του στοιχείων στους πιστωτές. Εξάλλου, δεν σταματά η ύπαρξη των κρατών, όσο συνεχίζουν να υφίστανται οι αυθύπαρκτες κοινωνίες που τα στηρίζουν. Τα κράτη, λοιπόν, κάνουν αθέτηση πληρωμών – έχουν ορισμένες υποχρεώσεις και δυστυχώς τις αθετούν. Αυτό ακριβώς είναι και το PSI, να τονίσω, αλλά με εθελοντικό μανδύα.
Η στάση πληρωμών είναι ένα βήμα της αθέτησης πληρωμών. Δηλαδή, η Ελλάδα δηλώνειαδυναμία να συνεχίσει τις πληρωμές, αρνείται να δεχτεί τόκους υπερημερίας και παύει να κυνηγάει την ουρά της για να λάβει την επόμενη δόση και να κάνει την επόμενη πληρωμή. Προφανώς μετά θα μπει σε διαδικασία διαπραγμάτευσης για να τακτοποιηθεί το χρέος της.
- Αυτό σημαίνει αυτόματα έξοδο από την ευρωζώνη;
Αν μου ζητάτε εκτίμηση των πιθανών εξελίξεων θα σας πω ότι διαδικασία αυτόματης εξόδου, ή αποβολής της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν υπάρχει. Για να κινηθούν διαδικασίες αποβολής από την πλευρά του πυρήνα, τότε θα πρέπει να εφευρεθούν, πράγμα που βεβαίως μπορεί να γίνει. Αν όμως με ρωτάτε για το τί πρέπει να γίνει πιστεύω ότι, αν η Ελλάδα προχωρήσει σε αθέτηση πληρωμών με δική της πρωτοβουλία, τότε θα είναι παράλογο να μείνει μέσα στην ευρωζώνη, διότι δεν θα έχει τα οφέλη που θα προκύψουν από την έξοδο. Δεδομένου μάλιστα ότι με το PSI αλλάζει και το νομικό καθεστώς και η σύνθεση του ελληνικού χρέους, η αθέτηση πληρωμών θα φέρει την Ελλάδα σε μετωπική σύγκρουση με άλλες χώρες της ευρωζώνης αλλά και το ΔΝΤ.
Εντός της ευρωζώνης η Ελλάδα θα μετατραπεί σε απόλυτο παρία που δεν θα έχει καμία ουσιαστική ισχύ παραμένοντας στα θεσμικά όργανα και βέβαια δεν θα έχει το όφελος από τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής και το νέο νόμισμα. Δεν βρίσκω κανέναν λόγο να παραμείνει η Ελλάδα μέσα στην ευρωζώνη αν προβεί σε ουσιαστική στάση πληρωμών.
- Μια τέτοια αλλαγή θα είχε σοβαρές κοινωνικές συνέπειες. Πώς θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τις τραγικές συνέπειες που περιγράφουν όσοι υποστηρίζουν ότι η παραμονή στο ευρώ είναι κόκκινη γραμμή;
Δεν υπάρχει διέξοδος για την Ελλάδα σήμερα χωρίς κόστος. Προσωπικά, το είχα πει εδώ και πολύ καιρό και το επαναλαμβάνω και τώρα: αυτός που θέλει να βρει ανέξοδη και εύκολη λύση πλανάται. Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα για την Ελλάδα. Η έξοδος από την ευρωζώνη και η επιστροφή στη δραχμή έχει κόστος. Αλλά το κόστος θα είναι μικρότερο από τη λύση που επιχειρείται τώρα και μπορεί τουλάχιστον να ανοίξει δρόμο ανάπτυξης και ευημερίας.
- Πόσο γρήγορα μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;
Μού ζητάτε απάντηση σε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Η διεθνής εμπειρία και βιβλιογραφία δείχνουν, σχεδόν χωρίς εξαίρεση, ότι μετά από τέτοιου είδους νομισματικά γεγονότα ακολουθεί ανάκαμψη και ότι αυτή είναι η ενδεικνυόμενη πορεία για μια χώρα στην κατάσταση της Ελλάδας. Το κόστος όμως από την αναταραχή θα είναι σημαντικό για τις τράπεζες, τη νομισματική κυκλοφορία, το εμπόριο και την πρόσβαση στα αγαθά. Εδώ έχω να πω δυο πράγματα: το πρώτο είναι ότι η Ελλάδα οδεύει προς αυτή την κατεύθυνση έτσι κι αλλιώς, γιατί η κατάσταση είναι μη βιώσιμη. Αν φτάσουμε εκεί με συνθήκες χάους, τα πράγματα απλώς θα είναι πολύ χειρότερα. Αν φτάσουμε εκεί με στοιχειώδη προετοιμασία και κοινωνική συσπείρωση, η αναταραχή μπορεί να είναι σαφώς μικρότερη και λιγότερο οδυνηρή.
Θα χρειαστούν μέτρα δημόσιας παρέμβασης τα οποία δεν τα έχουμε συνηθίσει, δημόσιας συμμετοχής στο οικονομικό γίγνεσθαι, τα οποία μπορούν να περιορίσουν τις χειρότερες επιδράσεις για τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Θα χρειαστεί δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχος των τραπεζών που μπορεί να προστατεύσει τις καταθέσεις και να χρησιμοποιήσει τις τράπεζες ως εργαλείο πιστωτικής πολιτικής για να τονώσει την οικονομία. Θα χρειαστεί επίσης παρέμβαση στον νομισματικό τομέα ώστε να εξομαλυνθούν τα φαινόμενα διπλής κυκλοφορίας, δηλαδή δραχμής και ευρώ.
- Θα γίνει αυτό;
Βεβαίως, είναι αναπόφευκτο. Δεν μπορεί να βγει η νέα δραχμή και να κυριαρχήσει παντού μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. Μπορεί αμέσως να επιβληθεί ως κρατικό νόμισμα και να μετατραπούν τα νομισματικά μεγέθη σε δραχμές, αλλά φυσικά ο κόσμος θα χρησιμοποιήσει το χρήμα που κατέχει και θα υπάρχουν και άλλες μορφές χρήματος τοπικά μέχρι να βγει το καινούργιο χαρτονόμισμα. Ο καταλύτης, η λύση θα είναι η λειτουργία του κράτους. Αν το κράτος επιμείνει να πληρώνει και να πληρώνεται στη νέα δραχμή και να μην δέχεται τίποτα άλλο, το νέο νόμισμα θα επιβληθεί σε διάστημα μηνών εξομαλύνοντας την κυκλοφορία.
- Ποιος θα σου πουλήσει πράγματα όταν θα πληρώνεται με δραχμές;
Αυτός που θα έχει ανάγκη να πουλήσει για να αγοράσει και ο ίδιος μετά. Στην αρχή όμως θα κυκλοφορεί και το ευρώ. Σας είπα, θα υπάρξει διπλή κυκλοφορία. Δεν είναι εύκολο πράγμα αυτό, καθόλου. Αλλά η τελική κατάληξη θα είναι η κυριαρχία της νέας δραχμής στο μέτρο που το κράτος επιμείνει. Η τελική πηγή ισχύος του σύγχρονου νομίσματος είναι πάντα το κράτος. Πολύς κόσμος επίσης ρωτάει για το πως θα αλλάξουν οι καταθέσεις. Οτιδήποτε υπάγεται στην ελληνική νομοθεσία – καταθέσεις και δάνεια – θα αλλάξουν αυτομάτως με πράξη νομοθετικού περιεχομένου. Η ισοτιμία της αλλαγής μπορεί να είναι η απλούστερη, δηλαδή ένα προς ένα. Αλλά μπορεί να γίνει και με τρόπο που θα φέρει και κάποια αναδιανομή του πλούτου. Τα χαμηλότερα εισοδήματα, ας πούμε, να λάβουν δύο δραχμές προς ένα ευρώ, τα υψηλότερα εισοδήματα 0,8 δραχμές προς ένα ευρώ.
- Κάτι παρόμοιο έγινε στην Ανατολική Γερμανία. Η αλλαγή δεν θα φέρει πληθωρισμό και έλλειψη αγαθών;
Η Ελλάδα το 2011 είχε μείωση της παροχής χρήματος της τάξης του 15%. Το να συζητιέται ο υπερπληθωρισμός σε τέτοιες συνθήκες είναι απλώς κινδυνολογία. Μπορεί να εμφανιστεί πληθωρισμός, κυρίως λόγω της συνακόλουθης υποτίμησης της νέας δραχμής, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα είναι ελεγχόμενος. Η πρόσβαση όμως στα αγαθά και η λειτουργία του εμπορίου είναι πολύ πιο σύνθετα πράγματα. Βραχυπρόθεσμα θα υπάρξουν δυσκολίες και θα χρειαστεί κοινωνική συσπείρωση για τον εξορθολογισμό της κατανάλωσης έως ότου ανακάμψει η εγχώρια παραγωγή. Δείτε όμως τι γίνεται σήμερα στην κατανάλωση. Όταν πηγαίνουν οι πατατοπαραγωγοί και διαθέτουν τις πατάτες φθηνά και σχηματίζονται τεράστιες ουρές, αυτό τι σημαίνει; Ότι υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδων άνθρωποι οι οποίοι περιορίζουν τραγικά την κατανάλωσή τους διότι δεν αντέχει το πορτοφόλι τους. Οι οποίοι απλώς διαιρούν το ευρώ στα τέσσερα, στα οκτώ και στα δεκάξι και αισθάνονται έντονο το στίγμα του να πάς στο συσσίτιο, ή να πάρεις πράγματα δωρεάν.
Υπάρχει, λοιπόν, ήδη ο περιορισμός της κατανάλωσης και οι καταστάσεις που ζουν τα μεγάλα λαϊκά στρώματα είναι πολύ δύσκολες. Η αλλαγή του νομίσματος θα μας επιτρέψει να αναγνωρίσουμε το πρόβλημα και να το αντιμετωπίσουμε με δίκαιο κοινωνικά τρόπο. Βεβαίως, δεν επιδιώκουμε να δημιουργηθεί μόνιμος έλεγχος της κατανάλωσης, θέλουμε γρήγορα να επιστρέψουμε σε πλήρη επάρκεια όπου θα μπορεί ο καθένας να παίρνει αυτό που θέλει, όταν το θέλει. Αλλά αναγνωρίζουμε ότι η χώρα ήδη μπαίνει σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Θα χρειαστεί, λοιπόν, να ληφθούν διοικητικά μέτρα – ανοιχτά, δημοκρατικά και δίκαια. Δεν μπορεί ο ένας να καταναλώνει κανονικά και ο άλλος να μην έχει να πάρει κρεμμύδια και πατάτες.
- Περιγράφετε ένα σκηνικό ταξικού πολέμου. Είναι;
Υπάρχει ήδη εμπόλεμη κατάσταση που πηγάζει από τις άρχουσες τάξεις της Ευρώπης. Τα ανώτερα στρώματα έχουν κηρύξει ένα είδος ταξικού εμφυλίου εναντίον των εργατικών αλλά και όλο και περισσότερο εναντίον των μεσαίων στρωμάτων.
- Η απάντηση θα μπορούσε να είναι μια ευρωπαϊκή συσπείρωση;
Σαφώς και πρέπει να υπάρξει ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζόμενους και στους λαούς της Ευρώπης για να αντιμετωπιστεί η τεράστια κρίση και η ταξική πίεση από τα πάνω.
- Αρκεί αυτό σε ένα επίπεδο διακηρύξεων ή πρέπει να υπάρχουν τα οικονομικά εργαλεία για να στηρίξουν κάτι τέτοιο;
Το πρώτο πράγμα που χρειάζεται δεν είναι τόσο τα οικονομικά εργαλεία όσο η πραγματική αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών. Γιατί, τόσο καιρό ακούμε για αλληλεγγύη και ακούμε για εταίρους μέσα στην ευρωζώνη και τέτοιο πράγμα δεν είδαμε.
- Είστε ένας καθηγητής στην Αγγλία. Μια έξοδος από την ευρωζώνη σας κάνει λιγότερο Ευρωπαίο; Εκτός ευρώ, θα χάσουμε την Ευρώπη;
Αυτό είναι από τους πιο άσκεφτους και καταστροφικούς μύθους που ακούστηκαν στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, δηλαδή η ταύτιση του κοινού νομίσματος με την πεμπτουσία της ευρωπαϊκής ταυτότητας. Το χρήμα, βέβαια, πάντα εμπεριέχει στοιχεία ταυτότητας και ο άνθρωπος νιώθει ότι ανήκει κάπου. Αλλά ο ευρωπαϊκός χαρακτήρας της Ελλάδας, ακόμη και η συμμετοχή της στην Ε.Ε., δεν εξαρτάται από το ευρώ.
- Οι άνθρωποι πρώτα μοιράζουν τα πορτοφόλια τους και μετά τις ζωές τους;
Δεν θα το ‘λεγα έτσι γιατί το χρήμα επηρεάζει και το πως βλέπει ο άνθρωπος τον εαυτό του, πράγμα που βλέπουμε και στο ευρώ. Η Ευρώπη και η ευρωπαϊκή ταυτότητα είναι κάτι πολύ ευρύτερο και βαθύτερο από το κοινό νόμισμα. Η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει μέρος της Ευρώπης πολιτιστικά, πολιτικά και γενικότερα κοινωνικά. Αυτό που λένε κάποιοι ότι αν βγούμε από το ευρώ θα γίνουμε Βόρεια Κορέα είναι απλώς κινδυνολογία. Εκείνο που ξέρω είναι ότι με τα μέτρα που τώρα λαμβάνει η κυβέρνηση η Αθήνα πάει να γίνει Καράτσι. Είναι απαραίτητο να αντιδράσει η κοινωνία.
* Ο Kώστας Λαπαβίτσας είναι Οικονομολόγος-καθηγητής στη Σχολή Ανατολικών και Αφρικανικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Μόνο οι πλούσιοι επωφελούνται απο την οικονομική ανάκαμψη της Αμερικής

Πηγή: Financial Times 2/4/2012 -

Ρόμπερτ Ράιχ

 

Ο Ρόμπερτ Ράιχ είναι καθηγητής στο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας και έχει διατελέσει υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Κλίντον. Το άρθρο του, άρθρο ενός μετριοπαθούς δημοκρατικού, συμβάλει στην αποκάλυψη ενός μεγάλου ψεύδους που διαχέουν κυβερνήσεις και ΜΜΕ στις κοινωνίες του δυτικού καπιταλισμού και φυσικά στην Ελλάδα: Ότι η ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου και η καταστροφή των κοινωνικών υπηρεσιών με τα προγράμματα ακραίας λιτότητας οδηγούν σε μια ανάκαμψη που θα τελικά, στο μέλλον, θα τους ανακουφίσει και θα “βάλει μπρος την οικονομία”.
Οι έμποροι ειδών πολυτελείας χαμογελούν. Το ίδιο και οι ιδιοκτήτες πολυτελών εστιατορίων, οι πωλητές πανάκριβων αυτοκινήτων, αυτοί που πουλάνε πακέτα διακοπών , οι οικονομικοί σύμβουλοι και οι προσωπικοί γυμναστές. Γι’ αυτούς και τους πελάτες τους, η ύφεση έχει τελειώσει. Η ανάκαμψη αναπτύσσει τώρα πλήρη ταχύτητα.Αλλά η υπόλοιπη Αμερική δεν έχει ανάκαμψη. Ασθενεί ακόμη βαριά. Τα οικονομικά πολλών Αμερικανών παραμένουν σε κρίσιμη κατάσταση..
Το υπουργείο Εμπορίου ανέφερε την περασμένη Πέμπτη (29/3) ότι το τελευταίο τρίμηνο σημειώθηκε οικονομική μεγέθυνση, με αναγωγή σε ετήσια βάση, της τάξης του 3% (πολύ καλύτερο από το γλίσχρο 1,8% του αντίστοιχου τρίτου τριμήνου του περασμένου έτους). Και το προσωπικό εισόδημα αυξήθηκε πολύ. Οι Αμερικανοί μάζεψαν λεφτά με τη σέσουλα, πάνω από 13 τρισ. δολάρια , 3,3 δισ. περισσότερα από προηγουμένως. Όμως, όλα τα οφέλη πήγαν στο εισοδηματικά ανώτερο 10% και τη μερίδα του λέοντος πήρε το ανώτερο 1%. Πάνω από το ένα τρίτο πήγε σε 15.600 υπερπλούσια νοικοκυριά αυτού του 1%.
Ακόμη, βέβαια, δεν υπάρχουν όλα τα στοιχεία για το 2011, για να είμαστε απολύτως σίγουροι. Αλλά αυτό συνέβη το 2010, το πιο πρόσφατο έτος για το οποίο έχουμε αξιόπιστα στοιχεία (χάρη στους συναδέλφους Emmanuel Saez και Thomas Piketty, που ανέλυσαν τις επιστροφές φόρων) και έκτοτε τίποτε δεν έχει αλλάξει ως προς το ποιοι επωφελούνται.
Το 2010, το 93% των οικονομικών οφελών πήγε στο πλουσιότερο 1%. Περίπου το 37% των οφελών πήγε στο ακόμη πλουσιότερο 1/10 του 1%. Κανένας που βρίσκεται κάτω από το εισοδηματικά ανώτερο 10% δεν ωφελήθηκε οικονομικά.
Στην πραγματικότητα, οι περισσότεροι από το 90% των Αμερικανών πολιτών έχασαν . Το προσαρμοσμένο μέσο ακαθάριστο εισόδημά τους ήταν το 2010 29.840 δολάρια. Μείον, δηλαδή, 127 δολάρια σε σχέση με το 2009 και μείον 4.843 δολάρια σε σχέση με το 2000 (όλα τα στοιχεία έχουν προσαρμοστεί βάσει του πληθωρισμού).
Εν τω μεταξύ, τα επιδόματα που υποχρεούται να παράσχει ο εργοδότης συνεχίζουν να μειώνονται όσον αφορά το εισοδηματικά κατώτερο 90% των Αμερικανών. Η μερίδα των ανθρώπων με ασφάλιση υγείας από τους εργοδότες μειώθηκε από 59,8%, το 2007, στο 53,3% το 2010, σύμφωνα με το υπουργείο Εμπορίου. Και η μερίδα των εργατών στον ιδιωτικό τομέα που είχαν συνταξιοδότηση μειώθηκε από 42% το 2007 στο 39,5% το 2010. Ωστόσο, τα αποκαλούμενα “ταλέντα” στα ιδιαίτερα διαμερίσματα των εκτελεστικών διευθυντών απολαμβάνουν πανάκριβη ασφαλιστική κάλυψη υγείας για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, μαζί με αποζημιώσεις και παχυλές συντάξεις που υπόκεινται σε ελάχιστους, αν όχι και καθόλου φόρους.
Αν βρίσκεται κανείς ανάμεσα στο πάμπλουτο 10%, μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών του είναι επενδυμένο σε μετοχές απ’ όπου άντλησε μεγάλα κέρδη τα δύο τελευταία χρόνια. Η αξία των χρηματοπιστωτικών τίτλων που έχουν τα αμερικανικά νοικοκυριά αυξήθηκε κατά 1,4 τρισ. δολάρια το τέταρτο τρίμηνο του 2011. Και εφόσον το 90% αυτών των τίτλων βρίσκεται στα χέρια του πλουσιότερου 10% του πληθυσμού και το 38% στα χέρια του ακόμη πλουσιότερου 1%, το 10% έγινε ακόμη πιο πλούσιο κατά 1,3 τρισ. δολάρια και το 1% πιο πλούσιο κατά 554,8 δισ. δολάρια.
Αν όμως βρίσκεται κανείς στο εισοδηματικά κατώτερο 90%, πιθανώς έχει ελάχιστες αν όχι και καμία μετοχή. Το σημαντικότερο περιουσιακό του στοιχείο είναι το σπίτι του. Και ιδού το μέγιστο πρόβλημα. Οι τιμές των κατοικιών είναι μειωμένες πάνω από το ένα τρίτο σε σχέση με το ανώτερο σημείο τους το 2006 και συνεχίζουν να μειώνονται. Η μέση τιμή ενός σπιτιού τον Φεβρουάριο ήταν 6,2% χαμηλότερη από ό,τι ένα χρόνο πριν.
Πράγμα που σημαίνει ότι εάν ανήκει κανείς στο χαμηλότερο εισοδηματικά 90% βρίσκεται πιθανώς ακόμη πιο βαθιά κάτω από το νερό – κατέχει μόνο το σπίτι του το οποίο χάνει αξία. Ο ένας τους τρεις ιδιοκτήτες σπιτιών με υποθήκη κρατά τώρα την ανάσα του.
 Αυτή είναι η πιο μονόπαντη ανάκαμψη στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
 Όταν η αμερικανική οικονομία άρχισε να ανακάμπτει από τα βάθη της Μεγάλης Ύφεσης, τα οφέλη ήταν διάχυτα. Από το 1933 έως το 1934 το κατώτερο εισοδηματικά 90% αύξησε το μέσο εισόδημά του κατά 8,8%.
Όμως, οι πρόσφατες ανακάμψεις είναι όλο και πιο μονόπαντες. Το εισοδηματικά ανώτερο 1% καρπώθηκε το 45% της οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου Κλίντον και το 65% της οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου Μπους. Έτσι γίνεται μέχρι στιγμής και με την ανάκαμψη της περιόδου Ομπάμα, το ανώτερο εισοδηματικά 1% έχει τσεπώσει το 93% των οικονομικών οφελών.
 Η Ουάσιγκτον όμως αποφεύγει να μιλά γι’ αυτή τη μονόπαντη ανάκαμψη. Η κυβέρνηση Ομπάμα εστιάζει στην ανάκαμψη χωρίς να λέει προς όφελος τίνος. Ίσως επειδή σχεδόν όλοι οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών και οι ανεξάρτητοι ανήκουν σ’ αυτό το κατώτερο εισοδηματικά 90%.
Ούτε οι Ρεπουμπλικάνοι θέλουν να μιλούν για το ότι τα οφέλη της ανάκαμψης πηγαίνουν σε μια συγκεκριμένη κατηγορία πάμπλουτων, επειδή δεν επιθυμούν καθόλου να φέρουν ξανά στην επιφάνεια το ζήτημα την ανισότητας. Τα σχέδιά τους για τον προϋπολογισμό συμπεριλαμβάνουν περικοπές φόρων για τους πλούσιους και μείωση δαπανών για τις δημόσιες υπηρεσίες και για όποιον εξαρτάται απ’ αυτές.
Ο διοικητικής της Κεντρικής Τράπεζας Μπεν Μπερνάνκι – που ως μη εκλεγμένος δεν έρχεται αντιμέτωπος με τους ψηφοφόρους την ημέρα των εκλογών– λέει ότι η αμερικανική οικονομία πρέπει να μεγεθυνθεί ακόμη πιο γρήγορα, ώστε να δημιουργήσει αρκετές θέσεις εργασίας για να μειωθεί η ανεργία. Βεβαίως. Αλλά αφήνει απέξω ένα κρίσιμο ζήτημα.
 Δεν μπορεί να επεκταθεί πιο γρήγορα η οικονομία, εάν η πλειονότητα των Αμερικανών, που ακόμη χάνουν εισόδημα,δεν έχει οικονομικά μέσα για να αγοράσει περισσότερα από τα προϊόντα που παράγουν οι Αμερικανοί εργαζόμενοι. Και αποκλείεται οι δαπάνες του πλουσιότερου 10% να αρκέσουν για να επιταχύνουν την οικονομική μεγέθυνση.


You Pay Your Crisis: Ο ΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΓΩΓΑ

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ - ΠΑΙΔΕΙΑ


     ΦΡΑΓΚΟΣ ΠΑΥΛΟΣ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Πολύ λίγες λέξεις έχουν γίνει αντικείμενο τόσης κατάχρησης όσο η λέξη «δημοκρατία». Ο συνήθης τρόπος με τον διαστρεβλώνεται η έννοια της δημοκρατίας είναι με το να συγχέεται το σύστημα της αντιπροσωπευτικής  «δημοκρατίας» με την ίδια τη δημοκρατία, ανάγοντας την δημοκρατία σε είδος διακυβέρνησης[1]. Επιπλέον, η σύγχρονη πρακτική της προσθήκης διάφορων επιθετικών προσδιορισμών στον όρο δημοκρατία προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση και δημιουργεί την εντύπωση της ύπαρξης πολλών μορφών δημοκρατίας. Έτσι, φιλελεύθεροι αναφέρονται στη «σύγχρονη», «αντιπροσωπευτική» ή «κοινοβουλευτική» δημοκρατία, σοσιαλδημοκράτες  μιλούν για την «οικονομική», «κοινωνική» ή «βιομηχανική» δημοκρατία και, τέλος οι λενινιστές μιλούσαν για την «σοβιετική» δημοκρατία και, αργότερα για να περιγράψουν τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», μιλούσαν για «λαϊκές δημοκρατίες».

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η περιεκτική δημοκρατία είναι μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας  η οποία, χρησιμοποιώντας σαν αφετηρία τον κλασικό ορισμό της δημοκρατίας (δηλαδή το δικαίωμα των ανθρώπων να αυτοκυβερνούνται), ανασυνθέτει την έννοια της δημοκρατίας ως άμεση πολιτική δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία (πέρα από τα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και του κρατικού σχεδιασμού), δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και οικολογική δημοκρατία[2]. Εν συντομία, η περιεκτική δημοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία στην κοινωνία και την πολιτεία στη φύση.
Το νόημα που δίδεται στη δημοκρατία εξαρτάται ουσιαστικά από την έννοια της ελευθερίας και της αυτονομίας. Ένα χρήσιμο σημείο για να ορίσουμε την ελευθερία είναι η διάκριση που εισήγαγε ο Berlin[3] μεταξύ «αρνητικής» και «θετικής» έννοιας της ελευθερίας. Η πρώτη αναφέρεται στην απουσία περιορισμών κατά την άσκηση της ελευθερίας του ατόμου (ελευθερία από), ενώ η δεύτερη αναφέρεται στη δυνατότητα του ατόμου να συμμετέχει στη διακυβέρνηση της κοινωνίας του, τον αυτό-καθορισμό (ελευθερία να). Σχηματικά θα λέγαμε ότι η αρνητική ελευθερία υιοθετήθηκε από τους φιλελεύθερους ενώ η θετική έννοια χρησιμοποιήθηκε από τους σοσιαλιστές.
  'Έτσι, η αρνητική έννοια της ελευθερίας αναπτύχθηκε από φιλελεύθερους φιλοσόφους όπως οι Thomas Hobbes, Jeremy Bentham, John Stuart Mill κ.ά., οι οποίοι προσπάθησαν κυρίως να καθιερώσουν κριτήρια για τον καθορισμό των ορίων της κρατικής δραστηριότητας. Στη φιλελεύθερη φιλοσοφία, οι πολίτες είναι ελεύθεροι, στο βαθμό που δεν περιορίζονται από νόμους και κανονισμούς. Είναι επομένως φανερό ότι η φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας παίρνει δεδομένες τις σχέσεις εξουσίας που συνεπάγονται το κράτος και η αγορά,, εφόσον είναι «νόμιμες». Με άλλα λόγια, η φιλελεύθερη έννοια της ελευθερίας προϋποθέτει το χωρισμό του κράτους από την κοινωνία, πράγμα που σημαίνει ότι και η αντίληψη που υιοθετεί για τη δημοκρατία είναι επίσης «κρατικιστική».
Ο καλύτερος τρόπος να ορίσουμε την ελευθερία θα ήταν να την εκφράσουμε με όρους ατομικής και συλλογικής αυτονομίας Ο όρος αυτονομία προέρχεται από την λέξη αυτο-νόμος που σημαίνει ο διοικούμενος με δικούς του νόμους, που σύμφωνα με τον Καστοριάδη αποτελεί, «ένα νέο είδος μέσα σε ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία: έναν τύπο όντος που δίνει στον εαυτό του ανακλαστικά (reflectively) τους νόμους της ύπαρξής του»[4]. Και συνεχίζει: «0ι Πόλεις - ή τουλάχιστον η Αθήνα, για την οποία έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες - αδιάκοπα αμφισβητούν τους θεσμούς τους ... σε μια κίνηση ρητής αυτο- θέσμισης. Το θεμελιακό νόημα της ρητής αυτο-θέσμισης είναι η αυτονομία: οι ίδιοι θεσμοθετούμε ... η κοινότητα των πολιτών, ο δήμος, διακηρύσσει ότι είναι απόλυτα κυρίαρχος (αυτόνομος, αυτόδικος, αυτοτελής,).»
Είναι επομένως φανερό ότι σ' αυτή την αντίληψη της αυτονομίας, η αυτόνομη κοινωνία είναι αδιανόητη χωρίς αυτόνομα άτομα και αντιστρόφως. Και αυτό διότι εάν αποκλείσουμε τη συγκέντρωση εξουσίας και την επιτομή της, τότε κανένα άτομο δεν είναι αυτόνομο εάν δεν μετέχει ισότιμα στην εξουσία. Παρόμοια, καμιά κοινωνία δεν είναι αυτόνομη εάν δεν συνίσταται από αυτόνομα άτομα, εφόσον «χωρίς την αυτονομία των άλλων δεν υπάρχει συλλογική αυτονομία και έξω από μια τέτοια συλλογικότητα δεν μπορώ να είμαι αυτόνομος»[5]. Παρόμοια, ο Murray Bookchin τονίζει ότι η ατομικότητα είναι αδιαχώριστη από την κοινότητα και η αυτονομία δεν έχει νόημα παρά μόνον όταν είναι ενσωματωμένη στην κοινότητα.
Επιπλέον, μια αυτόνομη κοινωνία είναι μια κοινωνία ικανή για ρητή αυτοθέσμιση, δηλαδή ικανή να θέτει υπό αμφισβήτηση τους ήδη δοσμένους θεσμούς της, καθώς και αυτό που θα ονομάζαμε  το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα, δηλαδή το σύστημα πεποιθήσεων, ιδεών και των αντιστοίχων αξιών που συνδέονται με αυτούς τους θεσμούς. 
'Ένα σύνηθες σφάλμα στις συζητήσεις για τη δημοκρατία είναι να χαρακτηρίζονται διάφοροι τύποι κοινωνιών ως δημοκρατίες, απλώς και μόνο διότι χαρακτηρίζονταν από δημοκρατικές διαδικασίες, όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων (λαϊκές συνελεύσεις), ή οικονομική ισότητα. 'Όμως, η δημοκρατία δεν είναι απλώς μια δομή που θεσμίζει την ισοκατανομή εξουσίας. Η δημοκρατία είναι, επίσης, μια διαδικασία κοινωνικής αυτο-Θέσμισης, στο πλαίσιο της οποίας η πολιτική αποτελεί την έκφραση τόσο της συλλογικής όσο και της ατομικής αυτονομίας[6]. Ως έκφραση συλλογικής αυτονομίας, η πολιτική παίρνει τη μορφή της θέσης υπό αμφισβήτηση των υπαρχόντων θεσμών και της αλλαγής τους, μέσω της συνειδητής συλλογικής δραστηριότητας. Ως έκφραση ατομικής αυτονομίας, η Πόλις εξασφαλίζει κάτι πολύ περισσότερο από την απλή ανθρώπινη επιβίωση, μέσω της πολιτικής κάνει δυνατή την ανάπτυξη του ανθρώπου ως ενός πλάσματος ικανού για γνήσια αυτονομία, ελευθερία και αρετή[7].

Όμως η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας, σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο δημοκρατικής συνειδητοποίησης των πολιτών, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζει η παιδεία – η οποία δεν νοείται απλώς ως εκπαίδευση αλλά και ως  ανάπτυξη του χαρακτήρα και σφαιρική εκπαίδευση σε γνώσεις και δεξιοτεχνίες, δηλαδή ως εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη η οποία, και μόνο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο δημόσιο χώρο.


ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ
Με κινητήρια δύναμη την παγκοσμιοποίηση και την επανάσταση της πληροφορίας και της γνώσης, η εποχή μας εγκαινιάζει έναν από τους μεγαλύτερους μετασχηματισμούς στην ιστορία – την εμφάνιση ενός νέου κοινωνικού παραδείγματος, το οποίο έχει έντονη επίπτωση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Αυτό το νέο κοινωνικό παράδειγμα συνδέεται με την διεθνοποίηση της παραγωγής, του εμπορίου και των οικονομικών συναλλαγών. Με καθημερινές οικονομικές συναλλαγές στις διεθνής χρηματαγορές της τάξης του 1.5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών, μπορούμε με βεβαιότητα να ισχυρισθούμε ότι οδηγούμεθα προς μια παγκόσμια οικονομία, μια οικονομία που έχει την δυνατότητα να λειτουργεί ενιαία σε πραγματικό χρόνο σε πλανητική κλίμακα[8].
Κάτω από το βάρος αυτών των εξελίξεων, οι έννοιες «πολίτης» και «δημοκρατία» θα πρέπει ριζικά να αναθεωρηθούν. Οι δύο κυρίαρχες προβληματικές που επισέρχονται εδώ είναι: «Ποιός στην πραγματικότητα ανήκει σε μια πολιτική κοινότητα;», «Ποιός στην πραγματικότητα αποφασίζει;»
Η παγκοσμιοποίηση δεν είναι απλώς ένα ιδεολόγημα αλλά αποτελεί δομική αλλαγή στο σύστημα της οικονομίας της αγοράς. Οι ανοικτές αγορές και η ίδια η θεσμοποίηση της παγκοσμιοποίησης (η όπως σωστότερα θα μπορούσαμε να πούμε της διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς), καθώς και οι συνακόλουθες νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι απλά συμπτώματα μιας βαθύτερης δομικής αλλαγής. Η αλλαγή αυτή άρχισε να αναδύεται στη δεκαετία του ‘70 όταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της εντατικοποίησης της συγκέντρωσης που επέβαλε η μεταπολεμική δυναμική της οικονομίας της αγοράς, άρχισαν να κατακτούν όλο και σημαντικότερο τμήμα της παραγωγής και του εμπορίου, πράγμα που συνεπαγόταν την ανάγκη δημιουργίας αντίστοιχων θεσμικών αλλαγών που θα διευκόλυναν τη διαδικασία αυτή. Έτσι, άρχισε να θεσμοποιείται, σε κρατικό και διακρατικό επίπεδο, το άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου και εμπορευμάτων και η παράλληλη ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Η αποδυνάμωση επομένως των θεσμών της κοινωνίας πολιτών δεν οφείλεται, όπως απλοϊκά υποστηρίζουν αρκετοί οικονομολόγοι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές.
Ιστορικά, όλες οι θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί γύρω από την έννοια της δημοκρατίας έχουν μερικά κοινά βασικά χαρακτηριστικά. Αυτά είναι αφ’ ενός η ύπαρξη μιας σχετικά ομοιογενούς κοινωνίας βασισμένη  στην ισοπολιτεία, συνδετικός κρίκος της οποίας είναι μια ενοποιημένη οικονομική δομή (αυτό που κάποιος θα ονομάζαμε εθνική οικονομία) και αφετέρου μια κοινή πολιτισμική ταυτότητα και ένα σύστημα αξιών κοινά προσανατολισμένων. Αυτό σημαίνει μια ιδιαίτερη συνταύτιση μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών, δηλαδή μια κοινωνία πολιτών βασισμένη σε ενεργούς πολίτες μπορεί να αποτελέσει τη βάση η οποία θα επηρεάζει και θα ελέγχει  την εξουσία.
Σε συνθήκες όμως παγκοσμιοποίησης αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά αμφισβητούνται. Οι κυβερνητικές αποφάσεις και οι πολιτικές καθορίζονται πλέον από τις διαδικασίες της οικονομίας της αγοράς σε διεθνές επίπεδο. Έτσι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται έξω από το θεσμικό πλαίσιο της δημοκρατικής συμμετοχής.
Η κοινωνία πολιτών συνίσταται από όλες εκείνες τις οργανώσεις και θεσμούς που βρίσκονται, θεωρητικά τουλάχιστον, έξω από τον κρατικό έλεγχο, αλλά και αυτόν της οικονομίας της αγοράς: συνδικάτα, σύλλογοι, κινήσεις πολιτών, συνεταιρισμοί, Eεκκλησία, Mη Κυβερνητικές Οργανώσεις (MKΟ) κλπ. Όπως είναι φανερό από την περιγραφή αυτή, ελάχιστες από τις κινήσεις αυτές μπορούν να διεκδικήσουν τον τίτλο της αυτονομίας από τις ελίτ που ελέγχουν το κράτος και την οικονομία της αγοράς.
Ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός και οι δομικές αλλαγές που έχει επιφέρει έχουν διαβρώσει τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα των ανθρώπων σε πολλές χώρες, την ίδια στιγμή όμως η επανάσταση της  πληροφορίας και της επικοινωνίας  έχουν προάγει τη συνειδητοποίηση των δικαιωμάτων των πολιτών  δημιουργώντας «δίκτυα ενεργών πολιτών» σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά, ακόμα και σε πλανητικό επίπεδο, θα μπορούσε κανείς να έχει σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο είναι δυνατή η ενίσχυση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς. Με δεδομένο ότι οι πρωταρχικοί στόχοι της παραγωγής είναι το οικονομικό κέρδος, οποιαδήποτε προσπάθεια συμφιλίωσης αυτού του στόχου με ένα αποτελεσματικό κοινωνικό έλεγχο, από την πλευρά της κοινωνίας των πολιτών, είναι καταδικασμένη να αποτύχει[9].
Ως συμπέρασμα, θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι η απάντηση στη σημερινή παγκοσμιοποίηση είναι μια «νέα κοινωνία πολιτών» η οποία θα έχει σαν βάση μια περιεκτική δημοκρατία ισχυρών πολιτών, που θα προϋπόθετε δημοκρατία σε όλους τους χώρους, στον πολιτικό, τον οικονομικό και τον κοινωνικό.
Οι παραπάνω συνθήκες της δημοκρατίας συνεπάγονται μια νέα αντίληψη της ιδιότητας του πολίτη : οικονομική, πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική. Έτσι,
·         η πολιτική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες πολιτικές δομές και την επιστροφή στην κλασική αντίληψη της πολιτικής (άμεση δημοκρατία). 
·         η οικονομική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες οικονομικές δομές ιδιοκτησίας και ελέγχου των οικονομικών πόρων (οικονομική δημοκρατία). 
·         η κοινωνική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει δομές αυτοδιαχείρισης στο χώρο εργασίας, δημοκρατία στο νοικοκυριό και νέες δομές πρόνοιας, στις οποίες όλες οι βασικές ανάγκες (που θα καθορίζονται δημοκρατικά) καλύπτονται από τους κοινοτικούς πόρους, είτε αυτές ικανοποιούνται στο νοικοκυριό είτε στο κοινοτικό επίπεδο. Τέλος, 
·         η πολιτισμική ιδιότητα του πολίτη εμπεριέχει νέες δημοκρατικές δομές διάδοσης και ελέγχου των πληροφοριών και της κουλτούρας (ΜΜΕ, τέχνη κτλ) που επιτρέπουν σε κάθε μέλος της κοινότητας να συμμετέχει στη διαδικασία και ταυτόχρονα να αναπτύσσει τις διανοητικές και πολιτισμικές του δυνατότητες.
Μολονότι η έννοια αυτή της ιδιότητας του πολίτη συνεπάγεται μια έννοια της πολιτικής κοινότητας η οποία,  οριζόμενη γεωγραφικά, αποτελεί τη θεμελιακή μονάδα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής, εντούτοις, στην περιεκτική δημοκρατία η κοινότητα  συναρθρώνεται με διάφορες άλλες, μη γεωγραφικά καθορισμένες, κοινότητες (πολιτισμικές, επαγγελματικές, ιδεολογικές κτλ). Επομένως, η  κοινότητα και η  ιδιότητα του πολίτη, όπως ορίζονται εδώ, δεν αποκλείουν πολιτισμικές διαφορές ή άλλες διαφορές με βάση το φύλο, την ηλικία, την εθνότητα κτλ, αλλά παρέχουν απλώς το δημόσιο χώρο όπου μπορούν να εκφραστούν οι διαφορές αυτές
Εκείνο, επομένως, που ενώνει τους ανθρώπους σε μια πολιτική κοινότητα ή σε μια συνομοσπονδία κοινοτήτων δεν είναι κάποιες κοινές αξίες, που επιβάλλονται στην κοινότητα από μια εθνικιστική ιδεολογία, θρησκευτικό δόγμα, μυστικιστική πίστη ή «αντικειμενική» ερμηνεία της φυσικής ή της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί και πρακτικές, που έχουν εγκαθιδρυθεί από τους ίδιους τους πολίτες
Με άλλα λόγια μια «κοινωνία πολιτών» που να βασίζεται στο πλαίσιο μιας δομής και μιας διαδικασίας οι οποίες, μέσω της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη διαδικασία λήψης και εφαρμογής των αποφάσεων, εξασφαλίζουν την ίση κατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης.   

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Η εκπαίδευση είναι ένας βασικός παράγοντας διαμόρφωσης της κουλτούρας (δηλαδή του ενιαίου πρότυπου ανθρωπίνων γνώσεων, πεποιθήσεων και συμπεριφορών) καθώς επίσης και της διαδικασίας κοινωνικοποίησης του ατόμου. Είναι  μια διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας το άτομο δίνει υποκειμενικό χαρακτήρα στο ουσιώδες νόημα  του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η κουλτούρα γενικά  και η εκπαίδευση ειδικότερα παίζουν σημαντικό ρόλο στον καθορισμό των ατομικών και συλλογικών αξιών. Και αυτό, διότι όταν τα άτομα ζουν σε μια κοινωνία, δεν είναι απλά άτομα αλλά κοινωνικά άτομα, υποκείμενα σε μια διαδικασία που τα κοινωνικοποιεί. Υπό αυτή την έννοια τα άτομα δεν είναι εντελώς ελεύθερα να δημιουργήσουν το περιβάλλον που επιθυμούν επειδή οι συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν  περιορίζονται από τους εκάστοτε ιστορικούς και πολιτισμικούς παράγοντες. Εν τούτοις αυτή η διαδικασία της κοινωνικοποίησης πολύ συχνά διακόπτεται καταλήγοντας σε μια αλλαγή των θεσμικών κοινωνικών δομών και του αντίστοιχου κοινωνικού παραδείγματος. Οι κοινωνίες λοιπόν δεν είναι απλά «συλλογή ατόμων» - όπως υποστηρίζεται  από τους  οπαδούς της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας- αλλά αποτελούνται από κοινωνικά άτομα τα οποία από τη μια πλευρά  είναι ελεύθερα να δημιουργήσουν τη δικιά τους κοινωνία, και από την άλλη να διαμορφωθούν από την κοινωνία.
             Το βασικό προαπαιτούμενο για την αναπαραγωγή κάθε είδους κοινωνικής οργάνωσης είναι η συμβατότητα μεταξύ της κυρίαρχης ιδεολογίας (κυρίαρχες αντιλήψεις, ιδέες και αξίες) από τη μια πλευρά και του υπάρχοντος θεσμικού πλαισίου από την άλλη.  Με άλλα λόγια, αντίθετα με την κουλτούρα, η οποία έχει έναν πλατύτερο σκοπό και ενδέχεται να εκφράζει αξίες και ιδέες οι οποίες δεν είναι απαραίτητα σύμφωνες με τους κυρίαρχους θεσμούς (όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις τέχνες), το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα θα πρέπει να είναι σύμφωνο με τους υπάρχοντες θεσμούς έτσι ώστε να υπάρχει η δυνατότητα αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Ο κυρίαρχος στόχος της υπερεθνικής ελίτ, η οποία σήμερα ελέγχει την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, είναι η μεγιστοποίηση του ρόλου της αγοράς και η ελαχιστοποίηση οιουδήποτε αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου για την προστασία της εργασίας ή του περιβάλλοντος έτσι ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη αποδοτικότητα (με την στενή τεχνοοικονομική έννοια του όρου) και η κερδοφορία.
            Το εκπαιδευτικό σύστημα και η τριτοβάθμια εκπαίδευση ειδικότερα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν ένας βασικός παράγοντας ο οποίος παίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή ενός έθνους και στην δημοκρατία, σε αντιδιαστολή με την τρέχουσα αντίληψη η οποία προσπαθεί να αγοραιοποιήσει την εκπαίδευση και να την εντάξει σε μια διαχειριστική επιχειρηματική διαδικασία. Η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να προστατευθεί σαν ένα δημόσιο αγαθό από τις προσπάθειες που καταβάλλονται από μέρους της νεοφιλελεύθερης διανόησης και πολιτικής να την οργανώσουν και να την διοικήσουν σαν επιχείρηση. Όπως υποστηρίζει η Ellen Willis “το πανεπιστήμιο παραμένει ίσως ο μοναδικός θεσμός που ακόμα παράγει πολιτισμικούς διαφωνούντες με ιδεολογική πλατφόρμα”[10]. Ο πιο σημαντικός λόγος που η τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να διατηρηθεί σαν ένα δημόσιο αγαθό και να ενταχθεί στη δημοκρατική σφαίρα των πολιτειακών διαδικασιών είναι ότι παραμένει ένας από τους λιγοστούς εναπομείναντες δημόσιους χώρους όπου οι φοιτητές μαθαίνουν να αμφισβητούν την εξουσία και να γίνονται πολιτικά ενεργοί πολίτες.
            Ο θεσμός της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και συνακόλουθα οι ακαδημαϊκοί τίτλοι που προσφέρει θα πρέπει να απαγκιστρωθούν από τον στενό τους ρόλο σαν εργαλεία εύρεσης εργασίας. Η κρίση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα πρέπει να αναλυθεί μέσα από τις οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις και τις αντιθέσεις που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ αυτών που θεωρούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση σαν δημόσιο αγαθό και εκείνων που υποστηρίζουν τον νεοφιλελευθερισμό οι οποίοι βλέπουν την λογική της αγοράς σαν το κυρίαρχο μοντέλο για όλες τις ανθρώπινες σχέσεις.
Με τη μετατόπιση των κέντρων λήψης αποφάσεων από το εθνικό στο υπερεθνικό επίπεδο που προωθεί η νεοφιλελεύθερη συναίνεση τα εκπαιδευτικά συστήματα των βιομηχανικών χωρών της δύσης τείνουν να ομογενοποιηθούν, αποβάλλοντας τον εθνικό τους χαρακτήρα, αφού η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει την εξομοίωση όχι μόνο των προτύπων οικονομικής και καταναλωτικής συμπεριφοράς αλλά και των εκπαιδευτικών συστημάτων, εντείνοντας τις τάσεις ελέγχου της γνώσης.  Αυτό φαίνεται μέσα από τα διάφορα υπομνήματα για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στις αντίστοιχες επιτροπές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα όμως με την προβληματική της περιεκτικής δημοκρατίας όπου ο δημόσιος χώρος ενσωματώνει ολόκληρο το σώμα των πολιτών, ο γενικότερος στόχος της εκπαίδευσης είναι να εκπαιδεύσει τους πολίτες ως πολίτες έτσι ώστε ο δημόσιος χώρος να αποκτήσει ένα ουσιώδες περιεχόμενο. Ο στόχος, επομένως είναι να δημιουργήσει υπεύθυνα άτομα ικανά ν’αμφισβητούν, να στοχάζονται και να διαβουλεύονται.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περιεκτική δημοκρατία είναι μια νέα αντίληψη της δημοκρατίας  η οποία, χρησιμοποιώντας σαν αφετηρία τον κλασικό ορισμό της δημοκρατίας (δηλαδή το δικαίωμα των ανθρώπων να αυτοκυβερνούνται), ανασυνθέτει την έννοια της δημοκρατίας ως άμεση πολιτική δημοκρατία, οικονομική δημοκρατία, δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο και οικολογική δημοκρατία. Εν συντομία, η περιεκτική δημοκρατία είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που επανενσωματώνει την οικονομία στην κοινωνία και την πολιτεία στη φύση.
Όμως η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας, σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Η επαρκής συνθήκη αναφέρεται στο επίπεδο δημοκρατικής συνειδητοποίησης των πολιτών, όπου αποφασιστικό ρόλο παίζει η παιδεία – η οποία δεν νοείται απλώς ως εκπαίδευση αλλά και ως  ανάπτυξη του χαρακτήρα και σφαιρική εκπαίδευση σε γνώσεις και δεξιοτεχνίες, δηλαδή ως εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη η οποία, και μόνο, μπορεί να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στο δημόσιο χώρο.




[1]  Anthony H. Birtch, The concepts and theories of modern democracies, London, Routledge, 1993
[2] Takis Fotopoulos, Towards an Inclusive Democracy, Cassell, London & New York, 1997 ch. 5.
[3] Berlin Isaiah, Two concepts of liberty, Oxford University Press.
[4] Κορνήλιος Καστοριάδης, Φιλοσοφία Πολιτική Αυτονομία, Ύψιλον 1991
[5] Στο ίδιο σελ. 76.
[6] Κοντογιώργης Γεώργιος, Νεοτερικότητα και πρόοδος, Κάκτος, 2001
[7] Συνέντευξη του Καστοριάδη στο περιοδικό Radical Philosophy, τ. 56, Φθινόπωρο 1990.
[8] Castells Manuel, The Rise of the Network Society, Oxford, Blackwell Publishers, 1996.
[9] Η τάση ελαχιστοποίησης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στην αγορά, μια τάση που σήμερα είναι παντού κυρίαρχη, δεν είναι απλώς ζήτημα πολιτικής, αλλά αντανακλά θεμελιώδεις αλλαγές στη μορφή της οικονομίας της αγοράς.
[10]  Ellen Willis, Don’t Think Smile: Notes on a decade of Denial, Boston, Beacon Press, 1999, σελ. 27.

Το επίδικο των εκλογών και της Αριστεράς

ΠΗΓΗ: ΔΡΟΜΟΣ
Ποιος και πώς θα ακυρώσει τα σχέδια του καθεστώτος. Του Χρίστου Καραμάνου
Κάθε πολιτική διαδικασία έχει συγκεκριμένο επίδικο. Αυτό αφορά και τις επερχόμενες εκλογές. Τι επιδιώκουν μέσα από αυτές η άρχουσα τάξη, η τρόικα και το ειδικό καθεστώς που έχουν εγκαθιδρύσει; Έναν πολιτικό συσχετισμό που πρώτον θα νομιμοποιεί ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα με τα μνημόνια και τις δανειακές συμβάσεις και δεύτερον θα υλοποιήσει, με σαρωτικό τρόπο, μια χείριστη φάση κοινωνικής εξόντωσης και χούντας. Αν το μνημονιακό μπλοκ πάρει την κυβερνητική αυτοδυναμία, ο προαναφερθείς διπλός πολιτικός στόχος θα έχει επιτευχθεί. Έστω και με κίβδηλο τρόπο. Έστω και με υποκλοπή της ψήφου του λαού μέσω της μιντιακής τρομοκρατίας. Έστω κι αν το αγωνιζόμενο τμήμα της κοινωνίας κατορθώσει να ξεπεράσει την, αναμφισβήτητη για μια πρώτη περίοδο, απογοήτευση.
Για το προοδευτικό αντιμνημονιακό τόξο και σύμπασα την Αριστερά θα όφειλε να υπάρχει επίσης ένα επίδικο από τις εκλογές: να ακυρώσει το σχεδιασμό του ειδικού καθεστώτος. Δεν πρόκειται για την κατάκτηση ενός στρατηγικού στόχου, αλλά για ένα σημαντικό τακτικό στόχο. Κοινό στόχο μιας σειράς δυνάμεων, κοινό πόθο εκατομμυρίων ανθρώπων του λαού. Εφικτός άραγε στόχος; Ναι, αν υπάρξει εκλογική συμπαράταξη όλων αυτών των προοδευτικών αντιμνημονιακών δυνάμεων. Συμπαράταξη που δεν θα ακυρώνει ούτε τη φυσιογνωμία ούτε τους επόμενους τακτικούς στόχους κάθε δύναμης ούτε τη στρατηγική της.

Τι μπορεί να πετύχει μια τέτοια συμπαράταξη; Πρώτον και εξαιρετικά σημαντικό: την ακύρωση των μνημονίων και των συμβάσεων. Δεύτερον, να βάλει σε μεγαλύτερη, αποφασιστικότερη και ορμητικότερη κίνηση ένα τεράστιο κοινωνικό δυναμικό και να ανοίξει το δρόμο για μια μετωπική έκφρασή του. Τρίτον, να αποδυναμώσει το αστικό μπλοκ, στέλνοντας στο περιθώριο (και στο δικαστήριο) το διεφθαρμένο και διαπλεκόμενο πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο - τον κορμό του μεγαλοαστισμού δηλαδή. Τέταρτον, επίσης να αποδυναμώσει το αστικό μπλοκ, καταργώντας τη μιντιοκρατία του μεγάλου κεφαλαίου και μετατρέποντας τα σημερινά τανκς της χούντας δηλαδή, τα ιδιωτικά κανάλια, σε δημόσιο αγαθό στην υπηρεσία του λαού. Πέμπτον, να θέσει υπό δημόσιο έλεγχο τις τράπεζες -τα λεφτά για την εθνικοποίηση των οποίων έχουν ήδη δοθεί και με το πολύ παραπάνω- ανοίγοντας τη δυνατότητα για παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου, για επιβίωση του λαού και (σκληρή αλλά αξιοπρεπή) δουλειά για όλους. Έκτο και πιο σημαντικό, να θεμελιώσει μια νέα δημοκρατική πορεία του τόπου, όπου λαός θα ελέγχει τα πάντα, θα ενημερώνεται για κάθε τι και θα αποφασίζει με τίμιες και πραγματικά δημοκρατικές διαδικασίες (δημοψηφίσματα κ.λπ.) για κάθε ζήτημα.
Είναι λίγα όλα αυτά; Η απλή λογική λέει ότι δεν είναι καθόλου λίγα και ότι μάλλον είναι το πρώτο εφικτό βήμα αλλαγής στην ελληνική κοινωνία. Και επιπλέον, οποιοδήποτε προοδευτικό μέλλον, όπως και να υπάρχει στους σχεδιασμούς κάθε δύναμης της Αριστεράς, θα περάσει υποχρεωτικά (τονίζουμε το υποχρεωτικά γιατί αυτό υποδεικνύει η ζωή και το κριτήριο του εφικτού) μέσα από αυτήν την πρώτη, αναγκαία δρασκελιά. Πρέπει να φθάσουμε σε αυτόν τον κόμβο, σε μια Μεταπολίτευση του Λαού, και ας φθάσουμε κοινά.
Ως προς τα επόμενα (προσοχή, είναι επόμενα) ζητήματα, όπως η διαγραφή ή ριζική αναδιαπραγμάτευση του χρέους και η σχέση με την Ε.Ε. και το ευρώ, οι διαφορετικές προσεγγίσεις αγωνιζόμενων πτερύγων της Αριστεράς, δεν είναι πραγματικά κρίσιμο εμπόδιο για τη συνεργασία σήμερα. Στην πορεία, με βάση τις ανάγκες του λαού και τα μέτωπα που θα ανοίγονται σε μια διαδικασία ρήξεων και ανατροπών, σε όλα αυτά τα ζητήματα θα αποφασίσει ο ίδιος ο λαός ελεύθερα, π.χ. με δημοψήφισμα, έχοντας γκρεμίσει τη μιντιοκρατία και έχοντας πρώτα ενημερωθεί και ελέγξει. Έτσι δεν έγινε και στην Ισλανδία;
Το επίδικο, σήμερα, για ένα ευρύτατο δυναμικό του λαού είναι ότι υπάρχει κοινός δρόμος και όλη η Αριστερά που αναφέρεται στους αγώνες, οφείλει να κάνει το παν για να περπατηθεί.
Μόνο έτσι, κάνοντας έμπρακτα αυτοκριτική, μπορεί η Αριστερά να συνδεθεί με το μαχόμενο λαϊκό κίνημα κι να ανοίξει μια ελπιδοφόρα προοπτική.

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Τι κρύβει ο σύγχρονος πληθωρισμός στη χρήση της λέξης "δημοκρατία";

Του Γιώργου Οικονόμου
Κοινοβουλευτισμός και ολιγαρχία
Αυτό που διαπιστώνεται σήμερα από πολλές πλευρές είναι η κρίση του «αντιπροσωπευτικού» πολιτεύματος, όπως αυτό έχει αποκρυσταλλωθεί στην Δύση εδώ και δύο αιώνες. Η κρίση δεν είναι μόνο χρηματοπιστωτική ή οικονομική, όπως λέγεται τελευταίως, αλλά βαθύτερη: είναι κρίση δομών και θεσμών. Οι διαγνώσεις και οι αιτιολογίες ποικίλουν αναλόγως της οπτικής του εκάστοτε ερευνητή, και συνοδεύονται από προτάσεις που κυμαίνονται μεταξύ μεταρρυθμιστικών αλλαγών και ιδεολογικών δικαιολογήσεων. Μια πρόχειρη ματιά στις εφημερίδες, στα περιοδικά, στην τηλεόραση κ.λπ, αρκεί για να διαπιστωθεί ότι υπάρχει ένας πληθωρισμός της λέξεως «δημοκρατία» (σύγχρονη δημοκρατία, έμμεση δημοκρατία, αντιπροσωπευτική δημοκρατία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, κ.λπ). Αυτό ο λεκτικός πληθωρισμός αποκρύβει, συνειδητώς ή ανεπιγνώστως, την ουσία ακριβώς του πολιτεύματος αυτού. Και η ουσία είναι ο βαθύς ολιγαρχικός χαρακτήρας του: οι αποφάσεις και οι νόμοι είναι αρμοδιότητα των ολίγων και εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ολίγων ισχυρών – ο Κ. Καστοριάδης δικαίως τo αποκαλεί φιλελεύθερη ολιγαρχία.Πράγματι, στα δυτικά πολιτεύματα η ουσιαστική ρητή εξουσία ασκείται από τους ολίγους, βουλευτές και στελέχη του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό βεβαίως επιτυγχάνεται με την «εκουσία» εκ μέρους των ανθρώπων παραχώρηση της εξουσίας στους «αντιπροσώπους» και τα κόμματα, και η πράξη της εξουσιοδοτήσεως αυτής είναι η συμμετοχή των ανθρώπων στις εκλογές με καθολική ψηφοφορία. Αυτός ο «σφετερισμός» της εξουσίας από τα κόμματα επιτυγχάνεται με την ιδεολογική χειραγώγηση που αυτά κατορθώνουν να ασκούν στους ανθρώπους: έχουν καταφέρει να τους πείσουν ότι μόνο αυτά είναι ικανά να επιλύσουν τα προβλήματά τους και τα ευρύτερα προβλήματα της κοινωνίας ενώ οι ίδιοι οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τα επιλύσουν.
Απαλλοτρίωση κυριαρχίας
Προς τον σκοπό αυτό τα κόμματα απεργάζονται παντός είδους μέσα και τεχνάσματα καθ΄ όλη την περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων. Αυτό είναι όμως ιδιαιτέρως εμφανές στο αποκορύφωμα της ιδεολογικής και πολιτικής προπαγάνδας, στο ζενίθ της πλύσεως εγκεφάλου, δηλαδή στις εκλογές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η προεκλογική διαδικασία αποκαλείται εκστρατεία, θυμίζοντας στρατιωτική και πολεμική κατάσταση. Πρόκειται ακριβώς περί εκστρατείας με όλη την σημασία της λέξεως: ο εχθρός ή ο αντίπαλος που πρέπει να νικηθεί δεν είναι το αντίπαλο κόμμα ή ο αντίπαλος υποψήφιος/συνυποψήφιος. Ο βασικός αντίπαλος είναι ουσιαστικώς οι ίδιοι οι άνθρωποι-ψηφοφόροι, που πρέπει να βομβαρδισθούν, να λεηλατηθούν, έτσι ώστε εξουθενωμένοι και καθημαγμένοι να παραδοθούν και να υποταχθούν στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Η ικανή και αναγκαία συνθήκη του ολιγαρχικού πολιτεύματος είναι αφ΄ ενός η παραίτηση, η παθητικότητα των ανθρώπων και ταυτοχρόνως η εγγενής τάση των κομμάτων να αυτοδιαιωνίζονται στην εξουσία. Η «αντιπροσώπευση» είναι, και στην θεωρία και στην πράξη, (απ)αλλοτρίωση της κυριαρχίας των ανθρώπων. Η αλλοτρίωση εννοείται υπό την νομική έννοια του όρου: μεταβίβαση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση δηλαδή κυριαρχίας από τους πολλούς προς τους ολίγους «αντιπροσώπους». Όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Καστοριάδης: «Από την στιγμή κατά την οποία, αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά». H αντιπροσώπευση δημιουργεί μία «διαίρεση της πολιτικής εργασίας», διαίρεση σε κυριάρχους και κυριαρχουμένους, σε εξουσιάζοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Η διαίρεση αυτή επιτυγχάνεται συν τοις άλλοις με τις εκλογές, πράγμα το οποίο ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι και γι΄ αυτό θεωρούσαν τις εκλογές χαρακτηριστικό της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας, ενώ την κλήρωσιν χαρακτηριστικό της δημοκρατίας1. Οι βουλευτές, δήμαρχοι, κ.λπ. που θεωρούνται αντιπρόσωποι των ψηφοφόρων, ουσιαστικώς είναι αντιπρόσωποι των ατομικών και κομματικών τους συμφερόντων, καθώς και των συμφερόντων των ισχυρών χρηματοδοτών τους. Η κυρίαρχη, εξ άλλου, σήμερα ιδέα ότι υπάρχουν «ειδικοί» του πολιτικού, δηλαδή «ειδικοί» του καθολικού και τεχνικοί της ολότητας «χλευάζει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας». Η οργάνωση και η δομή των κομμάτων αντανακλά την οργάνωση και δομή της κοινωνίας^ η αρχηγική, πυραμιδωτή, γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή τους είναι μια μικρογραφία της αντίστοιχης κοινωνικής και πολιτικής ολιγαρχικής δομής: οι ολίγοι και «εκλεκτοί» κυβερνούν και αποφασίζουν ενώ οι πολλοί τους ψηφίζουν και εκτελούν τις αποφάσεις. Τα κόμματα είναι ο κυρίαρχος και αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής του δημοσίου βίου αφού ελέγχουν ασφυκτικώς το σύνολο των ουσιαστικών κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ελέγχουν επίσης όλες τις μορφές εξουσίας και εδώ έγκειται ένα άλλο ιδεολόγημα, ένα άλλος μύθος που εντέχνως διοχετεύεται και διακατέχει τους ανθρώπους και τους υποτάσσει στην εξουσία των κομμάτων και των «αντιπροσώπων». Ο μύθος αυτός είναι η λεγομένη «διάκριση ή ανεξαρτησία των τριών εξουσιών». Το ιδεολόγημα αυτό έχει δύο όψεις, τη «διάκριση» και τις «τρεις εξουσίες».
Ποια διάκριση εξουσιών;
Όσον αφορά τις τρεις εξουσίες –εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική – έχουν πάψει από πολλού να είναι τρεις και έχουν αυξηθεί σε πέντε τουλάχιστον άμεσα ορατές, ρητές και θεσμισμένες. Η λεγόμενη εκτελεστική δεν είναι καθόλου εκτελεστική, αλλά ασκεί ουσιαστική πρωτογενή κυβερνητική εξουσία αφού λαμβάνει τις ουσιαστικές αποφάσεις και νομοθετεί θα έπρεπε λοιπόν να λέγεται κυβερνητική εξουσία και κατά συνέπεια να αποδοθεί στην κυρίως εκτελεστική το πραγματικό της όνομα και οι δικαιοδοσίες. Αυτή αποτελείται από τους γενικούς γραμματείς, τις διοικήσεις των δημοσίων οργανισμών, των κρατικών υπηρεσιών, τραπεζών, Εφοριών, Πολεοδομίας, Αστυνομίας, Στρατού, κ.λπ, οι οποίοι όντως εκτελούν τις αποφάσεις της κυβερνήσεως. Είναι δηλαδή ο πανίσχυρος κρατικός μηχανισμός με τις πολυδαίδαλες υπηρεσίες του δια του οποίου η κυβέρνηση υλοποιεί τις αποφάσεις της και την εξουσία της. Σημειωτέον ότι η εκτελεστική εξουσία δεν εκλέγεται αλλά διορίζεται από την κυβερνητική. Και στο σημείο αυτό έχουμε έλλειμμα όχι μόνο δημοκρατίας αλλά και αντιπροσώπευσης. Αυτή λοιπόν είναι η τέταρτη εξουσία, η κυρίως εκτελεστική και διαφοροποιείται από την κυβερνητική. Αυτές μαζί με τη δικαστική (η οποία ούτε και αυτή εκλέγεται) και τη νομοθετική εξουσία αποτελούν τον συνολικό καταπιεστικό μηχανισμό. Η πέμπτη εξουσία είναι το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο επεμβαίνει πια νομίμως και θεσμικώς στις εσωτερικές υποθέσεις, κατευθύνσεις και προσανατολισμούς των κρατών μελών – και δή των μικροτέρων και ασθενεστέρων – κατά ουσιαστικό, δεσμευτικό και τελεσίδικο τρόπο (με κυρώσεις παντός είδους).
Θεσμισμένες και μη εξουσίες
Εκτός αυτών των εξουσιών θα πρέπει να αναφερθούν και οι παντοειδείς παράπλευρες μη ρητές εξουσίες με αποφασιστικό βάρος και ρόλο στην λήψη των κυβερνητικών και των τοπικών αποφάσεων. Μια βασική παράπλευρη εξουσία είναι ο Τύπος, τα πανίσχυρα πλέον ΜΜΕ, τα οποία διαπλέκονται στενώς και ασφυκτικώς με την κυβερνητική εξουσία, της ασκούν πιέσεις και εκβιασμούς για παραχωρήσεις παντός είδους, υπό το πρόσχημα της πληροφόρησης / ενημέρωσης και του «ελέγχου» της εξουσίας. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι η αμοιβαία καταχύρωση των αντίστοιχων συμφερόντων τους, οικονομικών και εξουσιαστικών. Το ανησυχητικό με την έκτη εξουσία είναι ότι είναι εξωθεσμική και όπως είναι εμφανέστατο δεν είναι μόνο ιδεολογική εξουσία, αλλά πολιτική και οικονομική, συνδεομένη με Τράπεζες και Χρηματιστήριο, καθώς και με παντός είδους εταιρείες και οργανισμούς. Η διαπλοκή των ΜΜΕ με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα επανεισάγει με έναν άλλον τρόπο στο πολιτικό προσκήνιο την οικονομική ολιγαρχία, η οποία είναι και η ουσιαστική εξουσία και δίνει εκ τους αφανούς τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές στα δημόσια πράγματα. Τέλος, μια παράπλευρη εξουσία, που τα τελευταία έτη ανέρχεται, ιδιαιτέρως με ανησυχητικό ρυθμό και δημόσια παρουσία εν Ελλάδι, είναι η θρησκεία και η εκκλησία. Εκτός του ιδεολογικού ρόλου και της ιδεολογικής εξουσίας που ανέκαθεν ασκούσε, η εκκλησία, διεκδικεί πλέον μερίδιο και στην πολιτική εξουσία, αναδεικνυόμενη σε κράτος εν κράτει. Όσον αφορά την άλλη όψη, την «διάκριση ή ανεξαρτησία των εξουσιών», αυτή είναι ο μέγας μύθος του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού δεν υφίσταται καμιά ανεξαρτησία και αυτονομία μεταξύ των τεσσάρων ρητών θεσμισμένων εξουσιών. Πράγματι η κυβερνητική εξουσία του πλειοψηφούντος κόμματος, ελέγχει την εκτελεστική του κρατικού μηχανισμού και των υπηρεσιών, ελέγχει την νομοθετική αφού έχει την πλειοψηφία στην βουλή όπου ασκείται το νομοθετικό έργο, και, τέλος, κατά το μάλλον ή ήττον ελέγχει και την δικαστική, με τον καθορισμό του πλαισίου της λειτουργίας της και την επέμβαση στην σύνθεση των ανωτάτων δικαστικών θεσμών (λ.χ. στην Ελλάδα, του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Αυτό συνεπώς που διαγράφεται ως πολιτικό τοπίο είναι ένα ιεραρχικό πλέγμα εξουσίας με υποεξουσίες και ανθυποεξουσίες ελεγχόμενες από την κεντρική κυβερνητική, η οποία ελέγχεται από την εξουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλες αυτές μαζί ασκούνται επί του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων, οι οποίοι ουδεμία απόφαση λαμβάνουν ουδένα νόμο ψηφίζουν και σε ουδεμία εξουσία μετέχουν – εκτελούν απλώς τις αποφάσεις και τις εντολές ως καλοί υπήκοοι. Αποκαλούνται όμως κατ΄ ευφημισμόν και καταχρηστικώς πολίτες ή αυτοαποκαλούνται οι ίδιοι με αρκετή δόση αυτοϊκανοποίησης. Είναι συνεπώς λανθασμένο να χαρακτηρίζονται τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, ενώ είναι καθαρόαιμες ολιγαρχίες. Αυτό σημαίνει ότι εκτός της πολιτικής αλλοτρίωσης των ανθρώπων υπάρχει και η ιδεολογική αλλοτρίωση. Με άλλα λόγια αυτός που θεωρεί και αποκαλεί τα σημερινά δυτικά πολιτεύματα δημοκρατίες, έστω με ένα επίθετο της αρεσκείας του, απατά ή απατάται, τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.
* Ο Γιώργος Οικονόμου είναι Δρ Φιλοσοφίας και συγγραφέας του βιβλίου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», Παπαζήσης, 2007.
1 Το επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, 4, 1294β9-11: «δημοκρατικόν μεν είναι το κληρωτάς είναι τας αρχάς το δ’ αιρετάς ολιγαρχικόν». Για τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Παπαζήσης, Αθήνα, 2007.
[αναδημοσίευση από την εφημερίδα Εποχή]

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μιλάει για την ψυχανάλυση

6/12/2001, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, ο Κορνήλιος Καστοριάδης μιλάει για την ψυχανάλυση
Επιμέλεια: Φώτης Απέργης
Ο τίτλος δεν θα μπορούσε να είναι πιο λιτός: “διάλογοι”. Όμως, στην πραγματικότητα πρόκειται για τέσσερις ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες συζητήσεις του Κορνήλιου Καστοριάδη με ισάριθμους ξεχωριστούς διανοητές: τον νομπελίστα ποιητή Οκτάβιο Παζ, το βιολόγο Φρανσίσκο Βαρέλα, το μαθηματικό Αλέν Κον και τον ψυχαναλυτή Ζαν-Λικ Ντονέ.
Μεταδόθηκαν όλες από το γαλλικό ραδιοσταθμό France Culture το 1996 και σε λίγες μέρες κυκλοφορούν στην Ελλάδα σ’ ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, που οφείλουμε στις εκδόσεις “Έψιλον”. (Η μετάφραση είναι της Εύης Γεροκώστα και η επιμέλεια των κειμένων του Κώστα Σπαντιδάκη). Καταλύτης, ανάμεσα στους δύο συζητητές, η Καταρίνα φον Μπίλοφ.
Κ.φ.Μπ.: “(…) Θα ήθελα να σας θέσω ένα ερώτημα το οποίο είναι ίσως κάπως προκλητικό: δεν θα μπορούσαμε να υποψιαστούμε πως υπάρχει ένας αόριστος κίνδυνος για έναν ποιητή, έναν συγγραφέα, έναν μουσικό, για κάποιον, τέλος πάντων, που ζει μέσα σε ένα άτακτο φαντασιακό, μέσα σε μια αέναη οδύνη και ανάγκη για υπέρβαση, να θεραπευτεί -μέσω μιας ψυχαναλυτικής θεραπείας-μέχρι το σημείο να δει τη δημιουργικότητά του να χάνεται; Μήπως η ανάλυση είναι μια μορφή ευνουχισμού του εν αταξία ευρισκομένου φαντασιακού;”
Κ.Κ.: “Θα απαντήσω στην πρόκληση με μια υπερπρόκληση, αν μπορώ να εκφραστώ έτσι. Διότι πιστεύω ότι, αντίθετα, έργο της ανάλυσης είναι να απελευθερώνει τη φαντασία. Όχι βέβαια ότι το υποκείμενο μπορεί να κάνει οτιδήποτε, να αγνοεί κάθε νόμο, κάθε όριο κ.λπ. Εξάλλου, αυτονομία σημαίνει: θέτω στον εαυτό μου ένα νόμο -δηλαδή το νόμο που προέρχεται από εμένα. Επομένως, οι κοινωνικές προεκτάσεις της είναι άλλο θέμα. Τι είναι, όμως, τελικά, η ψυχική πάθηση – και τώρα δεν μιλάω για ψύχωση ούτε για νεύρωση, τι είναι κατ’ ουσίαν…;”.
Κ.φ.Μπ.: “Αυτό που άλλοτε αποκαλούσαμε υστερία…”.
Κ.Κ.: “Όχι μόνο, είναι και η ψυχαναγκαστική νεύρωση, και οι νέες μορφές ψυχικής παθολογίας που συναντούμε σήμερα• ε λοιπόν, η ανάσχεση της φαντασίας αυτό ουσιαστικά είναι. Δηλαδή ένα φαντασιακό κατασκεύασμα που υπάρχει και εμποδίζει όλα τα υπόλοιπα. Έτσι είναι φτιαγμένα τα πράγματα: η γυναίκα ή ο άνδρας είναι αυτό και όχι κάτι άλλο, αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι αποκλειστικά αυτό και όχι κάτι άλλο…”.
Κ.φ.Μπ.: “Αυτό θέτει υπό αμφισβήτηση ολόκληρη την καλλιτεχνική δημιουργία πριν από την ψυχανάλυση!”
Κ.Κ.: “Γιατί το λέτε αυτό;”
Κ.φ.Μπ.: “Κατά κάποιον τρόπο, το φαντασιακό, το οποίο ενεπλάκη με την τέχνη όταν εμφανίστηκε η ψυχανάλυση, δεν διαταράχθηκε, ούτε περιορίστηκε, ούτε εκμηδενίστηκε τη απουσία της”.
Κ.Κ.: “Φυσικά, όμως δεν είναι αυτό που θέλω να πω. Αυτή είναι η εξαίρεση, το προνόμιο των καλλιτεχνών, των μεγάλων ή των μικρότερων δημιουργών κ.λπ. Όμως, η ψυχανάλυση στοχεύει επίσης στο να αποκαταστήσει μια διαφορετική σχέση του υποκειμένου με το ασυνείδητό του. Θα προσπαθήσω να το εξηγήσω αυτό με μια διατύπωση για την οποία θα ήθελα τη γνώμη του Ζαν-Λυκ: ποιος ήταν ο τρόπος συμπεριφοράς της κοινωνίας σχετικά με τις ενορμήσεις τις οποίες δεν μπορούσε ούτε να αποδεχτεί ούτε να ελέγξει; !εν ήταν μόνο ότι είπε -αυτό είναι άλλωστε, ανάμεσα σε άλλα, το υπερεγώ- “μην κάνεις αυτό ή εκείνο”. Το ζήτημα είναι πως δεν μπορεί να πει, για παράδειγμα, “μην σκέφτεσαι ποτέ εκ προθέσεως τον θάνατο του συνανθρώπου σου”… Ας είμαστε ειλικρινείς: νευρωτικοί ή όχι, όλοι σκεφτόμαστε δέκα φορές το χρόνο, και με κάποια κρυφή ελπίδα, τον θάνατο κάποιου. Και γενικά, το άτομο νιώθει ενοχές. Αυτό είναι ένα πολύ απλό παράδειγμα. Πρέπει να ξέρω ότι η ψυχική μου ζωή είναι αυτό ακριβώς: λιβιδινικές ενορμήσεις, ενορμήσεις καταστροφής και αυτοκαταστροφικές ενορμήσεις… Είναι κάτι που δεν μπορώ να το εκριζώσω, δεν μπορώ να αποβάλω ποτέ, και που πρέπει να το αφήσω ν’ αναδυθεί, κάτι που επιδιώκει να πραγματοποιήσει η θεραπεία. Πρέπει ακόμα να ξέρω σίγουρα ότι ανάμεσα στο να επιθυμώ κάτι και να το κάνω, ανάμεσα στο ότι εύχομαι κάτι και ενεργώ ώστε να συμβεί, υπάρχει μια απόσταση, που είναι η απόσταση του κόσμου της ημέρας, του κοινωνικού κόσμου, του κόσμου της σχετικά συνειδητής, στοχαστικής δραστηριότητας κ.λπ.”. Ο φόβος της αποδοκιμασίας (….) “Θα υπάρξει κάποτε μια ανθρωπότητα που δεν θα έχει ανάγκη από τοτέμ; Αυτό είναι το θέμα. Τα τοτέμ πήραν διάφορες μορφές. !εν έχει μεγάλη σημασία η ιστορική ακρίβεια του τοτέμ. Από αυτή την άποψη, ο Ιεχωβά αποτελεί και αυτός ένα είδος τοτέμ. Ο Φρόιντ εν μέρει προσπαθεί να απαλύνει το ζήτημα, γιατί θεωρεί πως ο εβραϊκός είναι από τους πιο απρόσωπους νόμους”.
Κ.φ.Μπ.: “Κάτι στο οποίο κάνει μεγάλο λάθος”.
Κ.Κ.: “Αυτό είναι άλλο θέμα. Κατά τη γνώμη μου, μία από τις ελλείψεις της ψυχαναλυτικής αντίληψης πάνω σε αυτό το ζήτημα – που συνδέεται με το ζήτημα των ανολοκλήρωτων ή των μη περατών αναλύσεων- είναι ότι ασχολούμαστε αποκλειστικά με τη λιβιδινική πλευρά του ζητήματος, δηλαδή τον φόβο του να αποδοκιμαστούμε ή να μην αγαπηθούμε (“αν το κάνεις αυτό, ο Θεός δεν θα σ’ αγαπάει πια”) από ένα πρόσωπο υποκατάστατο του πατέρα ή της μητέρας (πολύ συχνά της μητέρας) και δεν βλέπουμε την άλλη πλευρά. Η άλλη πλευρά είναι ο θάνατος και η θνητότητα. Ο Φρόιντ, στο Μέλλον μιας αυταπάτης, συνδέει τις ρίζες της θρησκείας με το συναίσθημα της αδυναμίας μπροστά στον απέραντο κόσμο. Η επιστήμη αντικαθίσταται από την ψυχολογία, αφού ανθρωποποιούμε τη μοίρα, τις δυνάμεις της φύσης κ.λπ.: ο Θεός με αγαπάει ή δεν με αγαπάει, θα φέρομαι έτσι ώστε να με αγαπάει – σαν να ήταν γυναίκα, άνδρας, εραστής ή ερωμένη. Είναι η απάντηση στο σπουδαιότερο αίνιγμα, το αίνιγμα του θανάτου. Όμως, ο έσχατος ευνουχισμός, αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον όρο, είναι να καταλάβουμε ότι σε αυτό το ερώτημα, στο ζήτημα δηλαδή του θανάτου, δεν υπάρχει απάντηση. Είναι η ριζική αποδοχή από το υποκείμενο της θνητότητάς του ως προσωπικής αλλά και ως ιστορικής μορφοεικόνας. Αυτό ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να γίνει αποδεκτό στην ανάλυση, τόσο από τον μεμονωμένο ασθενή όσο και από τις κοινωνίες. Ένα μέρος αυτής της απόγνωσης της σημερινής κοινωνίας είναι η προσπάθεια, μετά την πτώση της θρησκείας -και τώρα αναφέρομαι στη Δύση- να αντικαταστήσουμε αυτήν τη θρησκευτική μυθολογία με μιαν άλλη, εμμενή μυθολογία, αυτήν της άπειρης προόδου.
Ζ.Λ.Ντ.: “Τη θρησκεία της ιστορίας….”.
Κ.Κ.: “Τη θρησκεία της ιστορίας, είτε με τη φιλελεύθερη είτε με τη μαρξιστική μορφή της. Και αυτό αντί να δούμε πως πρόκειται για μυθολογικές κατασκευές οι οποίες δεν στέκουν ορθολογικά. Γιατί, διάολε, πρέπει να αυξάνουμε απεριόριστα τις παραγωγικές δυνάμεις; Υπάρχει σήμερα, επομένως, με την κατάρρευση τόσο της ιδεολογίας της προόδου όσο και της μαρξιστικής ιδεολογίας, ένα τεράστιο κενό, και αυτό είναι κενό νοήματος, διότι η ανθρωπότητα εγκαταλείπει το νόημα του θανάτου που είχε δοθεί από τη χριστιανική θρησκεία στη Δυτική ανθρωπότητα και ακόμα δεν μπορεί, και ίσως να μην μπορέσει ποτέ -όμως εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, το πιο καίριο πολιτικό ζήτημα- να δεχτεί πως είμαστε θνητοί, τόσο ως άτομα όσο και ως πολιτισμός, και πως αυτό δεν αναιρεί το νόημα της ζωής μας”. (…). “Αυτό που ανέκαθεν με έβγαζε από τα ρούχα μου με τον χριστιανισμό είναι αυτή η ιδέα ότι υπάρχει ένας Θεός ο οποίος μπορεί να με αγαπάει, εμένα. Ποιο είναι αυτό το άπειρο Ον που ενδιαφέρεται αν έφαγα όλη τη σούπα μου ή αν δεν την έφαγα, αν αυνανίστηκα ή αν δεν αυνανίστηκα, αν πόθησα ή όχι τη μητέρα μου, που απαγορεύει τη σοδομία, το ένα, το άλλο κ.λπ.; Είναι όλα αυτά άξια ενός Θεού; Όχι. Γιατί ο Θεός έχει όλα αυτά τα κατηγορήματα; Διότι παρουσιάζεται ως υποκατάστατο ακριβώς της αρχής της απαγόρευσης, προσφέροντας την παρακάτω πριμοδότηση: “Αν το κάνεις αυτό, ο Θεός θα σε αγαπάει” – και αυτή είναι η επανασεξουαλικοποίηση. Βέβαια, δεν είναι η μετουσιωμένη αλλά η εξιδανικευμένη σεξουαλικότητα. δηλαδή δεν πρόκειται να κάνουμε έρωτα με το Θεό, πάντα όμως θα είμαστε καθισμένοι στους κόλπους του”.
Ζ.Λ.Ντ.: “Οι καλόγριες κάνουν έρωτα με τον Θεό…”.
Κ.Κ.: “Ας αφήσουμε τις ακραίες περιπτώσεις και ας θεωρήσουμε ότι όλοι θα βρεθούμε στους κόλπους του. Ποιος άλλος έχει κόλπο; Η μαμά, έτσι δεν είναι; Συνεπώς, δεν αποδέχομαι αυτή την ιδέα. Και θα ήθελα να πω κάτι ακόμα: είναι αλήθεια ότι πρόκειται για ένα σοβαρότατο πρόβλημα στην πραγματικότητα. Όπως λέει ο Ζαν-Λυκ, το νόημα βρίσκεται ακριβώς μέσα στη δραστηριότητα που το δημιουργεί, και για μένα άλλωστε εδώ εισέρχεται μια καινούργια ερμηνεία της φιλοσοφικής ιδέας της αλήθειας. Διότι η αλήθεια δεν είναι αντιστοιχία, δεν είναι προσφορότητα, είναι η συνεχής προσπάθεια να διαρρηγνύουμε την κλειστότητα στην οποία βρισκόμαστε, και να σκεφτούμε όχι πλέον ποσοτικά αλλά βαθύτερα και καλύτερα. Αυτή η κίνηση είναι η αλήθεια. Γι’ αυτό υπάρχουν μεγάλες φιλοσοφίες που είναι αληθινές, ακόμα κι αν είναι λανθασμένες, κι άλλες που μπορεί να είναι σωστές και να μην έχουν κανένα ενδιαφέρον”.